Sunday, September 30, 2007

Zones Grises.

Είναι της Κυριακής το ξημέρωμα.

Πρέπει να κοντεύει πέντε, το κίτρινο σήμα της Πειραιώς απέχει κάποια εκατοστά από το χέρι μου, το δεξί πάντα. Κίτρινο λένε το χρώμα της γνώσης. Κίτρινο νομίζω πως είναι και το χρώμα από το ψέμα. Σπρώχνω λιγάκι το Κ, και αποκαλύπτεται η επιχορήγηση, «τέχνες, και γράμματα» σε κόκκινα, μπορντό θα έλεγα, δεν παίρνω όρκο. Είναι και τέτοια η ώρα.

Η Α οδηγεί, τις εφημερίδες τις Κυριακάτικες, στο ξημέρωμα θα τις βρεις. Την αμφισβητώ, είναι και αυτό κομμάτι της τελετουργίας μου της Κυριακάτικης, μεσημέρι, να κατέβω για την εφημερίδα στο περίπτερο της γωνίας, δυο στενά κάτω από το δικό μου. Δίχως το ένθετο. Σκουπίδια.

Στο περίπτερο συνωστισμός, την άποψη της Α την μοιράζονται προφανώς και άλλοι τόσοι. Δεν με απασχολούν τα ένθετα, ψάχνω στα ξένα περιοδικά. Ευτυχώς, ένα αντίτυπο Σεπτεμβρίου, ELLE γαλλικό, γιατί το ελληνικό είναι πράγματι. Σκουπίδια. Ζητάω την Κ. Τελευταία κόλλησα πάνω της. Είναι νύχτα, και έχει πολύ φως. Και φασαρία. Εκεί στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, κοντά στο πάρκιγκ. Εκείνες προχωράνε μπροστά μου. Δεν το γνωρίζει ακόμα, αλλά την ευγνωμονώ. Στα χέρια μου, η Καθημερινή, το γαλλικό περιοδικό μου. Στα μάτια μου, τα άστρα της νύχτας. Στα χείλη μου η γλυκιά γεύση αμαρέτο με πάγο. Πριν λίγο σε ένα μαγαζάκι δίπλα στο ELBA; Θα σε γελάσω. Από ποτά και μαγαζιά δεν τα πήγα ποτέ καλά. Το σπίτι όμως. Παλιό κλασσικό. Αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω.

Ένα από τα CD που άφησες στον υπολογιστή. Μια συλλογή από έθνικ τραγούδια. Το άκουσα πριν μερικούς μήνες στο αυτοκίνητο της Α, σε μια διαδρομή Κυριακής προς τη θάλασσα. Φυλάς κάποια σκοπιά. Νομίζεις σίγουρα πως δεν σε σκέφτομαι έτσι; Η θέση σου μέσα μου, όπως την άφησες. Πολύ φοβάμαι πως αυτή η κατάσταση χρειάζεται μια ζωή τουλάχιστον. Για να αλλάξει.

Ευτυχώς τώρα ζω ένα δικό μου σενάριο. Επιτέλους. Το σπίτι είναι ακόμα άνω κάτω. Όπως κι εγώ άλλωστε. Διαβάζει δεν διαβάζει κανείς από το γραφείο. Ούτε και με απασχολεί. Τα συγχαρητήρια, τα έργα που δεν τελείωσαν, τα άλλα για τα οποία χάθηκαν τόσα. Δεν με απασχολεί. Θα τα βάλω σε μια σειρά, θα σου το αποδείξω θα δεις.

Κάποιος μου είπε πριν λίγες μέρες. Πως αυτά που σκέφτομαι, μοιράζομαι, και ζω. Δεν είναι παρά η κρίση των τριάντα. Γελάμε. Κοιταζόμαστε. Κουρεύτηκες ρωτάμε ο ένας τον άλλο;

Πάμε κάποιες μέρες μπροστά. Είμαι στο αεροδρόμιο. Στην έξοδο προς το πάρκιγκ μακράς διάρκειας. Του ζητάω να μείνουμε λίγο εκεί, ο ήλιος δύει, τα αεροπλάνα απογειώνονται, ο θόρυβος της πόλης δεν φτάνει σε μας, και έτσι, αγναντεύουμε από μακριά, την ήρεμη ομορφιά της. Εκείνος νοιώθει αμήχανα, εγώ νοιώθω αμήχανα, γνωρίζω καλά πως κλείνει ένα κεφάλαιο. Εκείνος θέλει να διαλέξουμε το τέλος. Καπνίζει, συνέχεια βγάζει νευρικά το πακέτο από την μπεζ βαλίτσα του. Την μεγάλη με τα ρούχα του, όχι την μπλε με τα προσπέκτους. Και ένας φορητός. Τα υπάρχοντα του. Κρυώνω, δεν το έχει καταλάβει. Κουρεύτηκες; Με ρωτάει. Κοκκινίζω. Μια αυθόρμητη απόφαση στην Αλεξανδρούπολη, προσπαθώ να κάνω χιούμορ να ξεχαστεί η ερώτηση, να μη με κοιτά. Προτιμεί το μαλλιά μου μακριά, ή πολύ κοντά, Εγώ προτιμώ να κλείσει και αυτό το κεφάλαιο. Μου δείχνει το αυτοκίνητο του. Πίσω χώρος για ποδήλατα. Τον ρωτάω. Ναι το αγαπώ, μου απαντά. Είναι απότομος, απόμακρος, κρύβει το φως. Μια σκοτεινή αύρα. Κρυώνω καθώς αγκαλιαζόμαστε για το Αντίο. Απομακρύνομαι με τόση σιγουριά, δεν γυρίζω καθόλου πίσω. Χαμογελώ, και τινάζω το κουρεμένο μαλλί μου καθώς παίρνω την στροφή προς τις κυλιόμενες σκάλες. Κρυώνω, φοβάμαι, δεν είμαι σίγουρη για τίποτα.

Δεν είναι η κρίση των τριάντα του απαντώ.

Δεν συμβιβάζομαι. Όχι τώρα όχι ποτέ. Δεν θα πάρω το διπλό παιχνίδι σας. Την απάτη του εαυτού μου. Την απάτη του συντρόφου μου. Δεν θα ζω για τις εικονικές σας παγίδες. Για να είστε εσείς καλά. Κι εγώ πουτάνα, μέσα μου, έξω μου. Δεν θα έχω μια γκόμενα στο πλάι για να νοιώθω ζωντανός. Δεν θα σου το ζητήσω. Δεν θα το υπονοήσω. Δεν θα σε γοητεύσω. Δεν θα σε κερδίσω για να σε εγκαταλείψω. Γυμνή δίχως το χάδι. Το βλέμμα. Το φιλί σου. Την ελάχιστη ειλικρίνεια σου.

Πραγματικά έχω απογοητευτεί πολύ από την σκληρή ασκημιά της πραγματικότητας μας.

Μου είναι ακόμα απίστευτο. Πως είναι όλα κρυμμένα στις γκρίζες αυτές ζώνες. Και όμως είναι αλήθεια. Όπως το περίπτερο με τις Κυριακάτικες ξημερώματα.

Συνωστισμός. Για το τίποτα.

Saturday, September 15, 2007

Luciano Pavaroti (και άλλα - ε κλασσικά).

Τελικά κουρτίνες δεν θα πάρω φέτος.

Είναι Σάββατο. Είναι σχετικά νωρίς. Ήταν σχετικά καλό το πρόβειο γιαουρτάκι με μέλι που έφαγα πριν λίγο.

Είναι απίστευτο το αφιέρωμα στον Pavaroti που έχει τώρα στο πρώτο πρόγραμμα στο ραδιόφωνο.

Είναι Σάββατο πρωί (τα είπαμε αυτά). Ξεπερνάω σιγά σιγά το γεγονός ότι πιθανά διαβάζει συνάδελφος και θα τα χρησιμοποιήσει εναντίων μου για να μου φαει εκείνη τη διοικητική θέση που λέγαμε. Επίσης σκέφτομαι να κόψω τα αρχικά στα ονόματα δικών μου που αναφέρω κατά καιρούς εδώ. Αρχίζω από εσένα Κώστα; Διαβάζεις ή πλάκα μου έκανες (πάλι!);

Ωραία. Είναι Σάββατο πρωί (βρε άντε πάλι) και αν και έκανα ένα εφιάλτη πάλι χτες τη νύχτα (τον λόγο τον ξέρεις). Και ξύπνησα ήταν δεν ήταν τρις και είπα δεν είπα να πληκτρολογήσω τον αριθμό του στο κινητό μου. Δεν το έκανα. Και σκέφτομαι πολύ να μη το κάνω τις επόμενες φορές. Ή να ελέγχω λίγο τις εξελίξεις μας. Λέμε τώρα.

Αποκοιμήθηκα έτσι γλυκά μετά χτες με το γαλάζιο μπουρνούζι το ίδιο που φοράω τώρα. Πρέπει να ξέχασα και το φως της κουζίνας ανοιχτό.

Αλλά ξύπνησα με ένα τρελό κέφι. Ίσως επειδή είμαι σπίτι μου μετά από τρις μέρες στην Θεσσαλονίκη. Ίσως επειδή έχει πολύ φως η μέρα. Ίσως επειδή πρόλαβα να πάω ένα σούπερ χτες να μη τρέχω σήμερα. Ίσως επειδή δε θα σκάσω κιόλας για δυο κουρτίνες.

Σίγουρα όμως. Επειδή έχει αυτό το απίστευτα πανέμορφο αφιέρωμα στον Pavaroti. Και μου θυμίζει πολύ μα πολύ έτσι τους γονείς μου και το σπίτι μου (μη δακρύσεις Άννα μη – και αν ναι σε διαβεβαιώνω πως είναι δάκρια χαράς). Το σπίτι των δικών μου αν και τρελάδικο (λάθος στα τρελάδικα έχει πολύ ησυχία αυτό σου το διαβεβαιώνω επίσης). Αν και κάτι σαν ανοιχτή αγορά εν ώρα ακμής στο κέντρο της Αθήνας πες ή στον Πειραιά έστω (για να μη παραπονιέσαι Γιώργο!). Υπήρχαν κάτι στιγμές μουσικής, που ήταν απίστευτα όμορφες. Οι γονείς μου αν και δεν τα βρίσκουν σε σχεδόν τίποτα, τα βρίσκουν πάντα όταν βάζει η μητέρα μου δίσκους του Pavaroti. Και έτσι όπως ήμασταν τότε με τη γιαγιά μου την πιο όμορφη, το σκύλο να γαβγίζει, τη γάτα να τριγυρνά στα πόδια μας, τον αδερφό μου να μπαινοβγαίνει, την μητέρα μου να ταλαντεύεται μεταξύ κουζίνας και μπουγάδας, τον πατέρα με τις σακούλες από τις αγορές (κυρίως δικής του επιλογής), και όλο αυτό το χαμό. Ήταν η μουσική Του. Η φωνή Του. Και ο πατέρας μου, το θυμάμαι και γελάω, νόμιζε και νομίζει πως η φωνή του φτάνει εκείνη του μεγάλου τενόρου, και έτσι δυνάμωνε τόσο τον ήχο που σίγουρα έτρεμαν οι τοίχοι που χωρίζουν το σπίτι μας από εκείνο της Βούλας (γειτόνισσα από την Πελοπόννησο) η οποία η καημένη τι να πει. Δεν έλεγε ποτέ τίποτα για τη μουσική, αν βέβαια την άκουγε μιας και ο θόρυβος από τις φωνές και τα παιχνίδια των τότε μικρών παιδιών της σίγουρα έφταναν τη δύναμη του τενόρου.

Έτσι λοιπόν έμαθα όλα τα τραγούδια που παίζει τώρα στο αφιέρωμα, και ορισμένα από αυτά μπορώ να πω πως θυμάμαι και στίχους μιας και τα Ιταλικά είναι μια γλώσσα που μοιάζει πολύ με τα Γαλλικά αλλά περισσότερο ακόμα, με τα Ρουμάνικα, που ήταν μια γλώσσα που γυρόφερνε στο σπίτι μας τότε όπως και τώρα, όσο κι ας μην αρέσει αυτό στην μητέρα μου (δεν μπορώ να μη χαμογελάσω τρελά εδώ με την ανάμνηση της αντίδρασης της κάθε φορά που ο πατέρας μου πιάνει τα Ρουμάνικα για να της εξηγήσει κάτι). Εγώ να λεω πως δεν καταλαβαίνω για να το γυρίσει στα Ελληνικά (ενώ καταλαβαίνω τα πάντα αλλά μη του το πεις – λες και δεν το ξέρει).

Αλλά ΟΚ. Δεν σκόπευα να γράψω μόνο για τον Pavaroti. Αυτός καλά να είναι όπου κι ας είναι, τον ευχαριστώ προσωπικά για όσα δώρα που χάρισε και μου χαρίζει. Για πολλούς σαφώς και συνεχίζει η παρουσία του εδώ, σ’ αυτό το κόσμο, που σίγουρα χρειάζεται πολύ, μα πολύ, την μαγεία της μουσικής. Μάγοι λοιπόν όλοι οι μουσικοί, όλοι αυτοί οι δημιουργοί που μας χαρίζουν διαρκώς μια μελωδία να συνοδεύει αυτό το soundtrack της ζωής μας (της ζωής μου).

Πλησιάζει δώδεκα. Δυστυχώς χρειάζομαι κουρτίνες.

Για τη Θεσσαλονίκη και για τις εκλογές θα σου πω μετά.

Πιάσε πρώτο. Και μη ξεχάσεις.

Andrea Bocelli - Καλλιμάρμαρο - 1η Οκτωβρίου

Monday, September 10, 2007

Ο Φωνακλάς

Είμαι πολύ κουρασμένη.

Πάρα πολύ όμως.

Κυρίως ψυχολογικά μη με ρωτάς γιατί.

Στη γειτονιά μου μένει ένας φωνακλάς.

Θα ήθελα πολύ να χτυπήσω το κουδούνι του μια μέρα και να του ρίξω ένα κουβά κρύο νερό στο κεφάλι του μπας και σταματήσει.

Είπα σε ένα φίλο στη δουλειά πως γράφω εδώ (πρέπει να ήμουν υπό την επιρροή τρελής κούρασης). Και τώρα συμπάθα με. Μα μέχρι να το ξεπεράσω πως πιθανά διαβάζει και κάποιος που με ζει καθημερινά.

Δεν θα γράψω τίποτα (βρε τί πάθαμε).

Καλά αυτό ίσως κρατήσει μέχρι αύριο.

Νάνι.

(Γ. Σ'ευχαριστώ για τη βραδυνή συντροφιά σου - την είχα ανάγκη απόψε).

Saturday, September 08, 2007

Οι ζωές των Άλλων.

Οκτώ και μισή.

Είναι Σάββατο βράδυ και πίνω ένα φραπέ πολύ ελαφρύ λόγο Κωνσταντίνου (αλλά ούτε εσύ όμως καφέδες έτσι;). Με άρωμα βούτημα παξιμάδι που έπεσε κατά λάθος μέσα (καλά κάνουμε και λάθη εμείς οι της υψηλής κουζίνας – δεν φτάνω τις κουτάλες εκεί πάνω καλέ!).

Τελεία. Άνω, κάτω, δε βαριέσαι. Άκου εκεί να γράφει την μέρα των γενεθλίων μου για ένα θέμα που με έχει σπάσει σαφώς. Ε, αν δεν δείχνει αυτό βρε Άννα πως δεν σε πάει η φάση τι άλλο θες; (κάτι δικά μου).

Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα καλά υπάρχει κάποιος φυσιολογικός που θα ήθελε να διαβάσει πως ας πούμε έπεσε το βούτημα στο φραπέ, δεν πρόλαβα να βάλω παρκετίνι και τώρα τρέχει ένα πλυντήριο (το πρώτο μιας σειράς των πέντε!). Και μετά, είπα αν υπάρχουν άτομα που βλέπουν μεταγλωττισμένες βραζιλιάνικες σειρές δεν θα υπάρχουν και άτομα που διαβάζουν και τέτοιου τύπου διατυπώσεις;

Οπότε ναι. Κοιμήθηκα πολλές ώρες. Γιατί; Γιατί όταν θέλω να σβήσω το χτες, το πριν λίγο, το αχ και βαχ. Κοιμάμαι. Πιστεύω πως ο χρόνος και ο ύπνος κυρίως, και όσο αν γίνεται να τα συνδυάσουμε, βλέπε πολύς χρόνος στον ύπνο. Τότε είναι κάτι σαν ιατρικό. Αυτό πιστεύω. Αλλά συγνώμη λίγο για τον απο-συντονισμό μου, αλλά ομιλεί ο πρωθυπουργός της χώρας στην ΝΕΤ από την Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Και μετά σου λεει ψήφισε μικρό κόμμα. Όχι στον δικομματισμό και τα σχετικά. Να σου πω. Ναι. (Δεν μπορώ να γράφω και να τον ακούσω – προσπαθώ όπως μπορώ). Να υπήρχε ένα μικρό κόμμα το οποίο να είχε καλή διοργάνωση, σαφής στόχους, καλή διαχείριση. Είναι αυτό ο Συνασπισμός; Που μου πάει και μου αλλάζει σε ΣΥΡΙΖΑ; Τουλάχιστον ας ήταν σταθερό στην ίδια την ονομασία του, τουλάχιστον. Όταν τα ίδια τα στελέχη του, πηγαίνουν έρχονται στο ΠΑΣΟΚ; Για το ΠΑΣΟΚ είμαι βέβαιη τουλάχιστον αυτό. Το ΠΑΣΟΚ είναι κάτι σαν την πρώην σχέση μου. Πόσες ευκαιρίες θα της δώσεις πια; Είχε τόσα χρόνια να δοκιμαστεί, να αποδείξει τις ικανότητες της, τις έδωσες όλα τα αγαθά σου για να φτάσει όσο πιο μακριά γίνεται. Πίστεψες σε εκείνη, απογοητεύτηκες, αλλά έκανες υπομονή. Μέχρι εκεί που δεν άντεχες άλλο. Και έφυγες. Είσαι τώρα καλύτερα; Θέλεις χρόνο λοιπόν για να γίνεις καλύτερα, και μπορεί να μην φτάνουν τρις μήνες και μισό (βλέπε χρόνια).

Κάπως έτσι με το ΠΑΣΟΚ, και για μένα, σε ένα τόπο που υπέστη όσα υπέστη υπό ΠΑΣΟΚ, και από τη στιγμή που πέρα από μια ναζιάρικη σχεδόν αντιπολίτευση δίχως καμία ουσιώδης αντι-πρόταση. Τουλάχιστον για μένα πάντα έτσι. Δεν μπορώ να δώσω αυτή τη πρώτη ψήφο μου στη χώρα αυτή. Εκεί. Δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν σέβομαι όλους εκείνους που θα την δώσουν. Εδώ ακόμα και τους ΚΚΕ σέβομαι που έλεος δηλαδή. Τουλάχιστον διοικείται από μια γυναίκα. Σεβαστό, και ας έστειλε την κόρη της να σπουδάσει σε ιδιωτικά στην Αμερική. Ισχύει αυτό ή είναι δεξιός μύθος;

Ωραία. Ομιλεί ο πρωθυπουργός. Μάλιστα. Δηλαδή ακούω και μα τον Βούδα. Δεν πιστεύω μια. Άντε να υπάρχει ένα 0.09% αλήθειας σε όσα λεει. Μου μιλάει για ανεργία και τον χειροκροτεί το κοινό. Δημιουργήθηκαν λεει νέες θέσεις. Μου έρχεται να ξεράσω το βούτημα του καφέ. Οι θέσεις αυτές είναι μόνιμες; Οι θέσεις αυτές είναι πλήρης απασχόλησης; Μήπως είναι συμβασιούχων; Μήπως μιλάμε για εποχιακές θέσεις; Και μετά. Εντάξει πολιτική εκστρατεία κάνει ο άνθρωπος. Σωστός. Αλλά τις φωτιές πού τις βάζεις; Μπορεί να έρθει ένα κόμμα που να βάζει το περιβάλλον μπροστά; Να μου διοργανώσει ένα λειτουργικό σύστημα ανακύκλωσης. Να γίνει κάτι με τις χωματερές. Τουλάχιστον εκείνες που είναι κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Κι εγώ σαν πολίτης, δέχομαι να φορολογηθώ περισσότερο ναι. Για να υπάρχει μια καλύτερη περιβαλλοντολογική διαχείριση. Και όχι να φορολογηθώ για μια άθλια δωρεάν (ας γελάσω!) παιδεία, η οποία στηρίζεται σε τρελά συστήματα φροντιστηρίων και βάλε και άλλα τόσα δισεκατομμύρια σε σπουδές στο εξωτερικό. Για να μη μιλήσω για την εξαγωγή Ελληνικών «μυαλών», άλλοι λόγο δικής τους επιλογής (γιατί μετά από μια παιδεία δεκαετίας στο εξωτερικό ποιος γυρίζει εδώ;) αλλά και άλλοι εξόριστοι από καθίκια που στρογγυλοκάθονται σε θέσεις καθηγητών επικούρων και μη. Για να μη μιλήσω για την δωρεάν (ναι καλά!) υγεία, η οποία τουλάχιστον εγώ όσες φορές την χρειάστηκα (χτύπα ξύλο) πήγα τρέχοντας σε ιδιωτική περίθαλψη και όχι μόνο εγώ. Πόσοι άλλοι δεν πατάνε καν σε δημόσια γνωρίζοντας όλα αυτά περί λάθος διαγνώσεις, λάθος δοσολογίες στην αναισθησία, ατελείωτες αναμονές, και κυρίως, μα τον Ιούδα (εδώ με βρίζουν), μια ανεπάρκεια ευαισθησίας και πες ζητάω πολλά, ανθρώπινης ευγένειας του δημόσιου προσωπικού; Γιατί φίλε μου δεν φορολογούμαι για να μου προσφέρεις τις υπηρεσίες αυτές; Γιατί λοιπόν αυτά τα μούτρα; Οπότε ναι. Νέα Δημοκρατία μας πάει μπροστά που σκαει και η αφίσα ντάλα μεσημέρι στο δρόμο μου ίσα να σκοτωθώ με το ποδήλατο και θα ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που θα έβλεπα (μπρρρ). Τι να σου πω.

Η λάσπη της κυβέρνησης. Πόσο δύσκολο είναι λοιπόν να χαρτογραφηθούν τα δάση; Και ποιος συμφωνεί στις επισκέψεις μεγάλο-επιχειρηματιών στις πληγούσες (αυτό μαζί με την πύρινη λαίλαπα το άκουσα πάνω από χίλιες φορές σε δέκα μέρες) περιοχές; Δηλαδή πως μου πάει ο ξενοδόχος στον νομό Ηλίας και μετά μου καίγεται ολόκληρος (ο νομός όχι ο ξενοδόχος αν και χμ εδώ); Πως; Μπορώ εγώ να αφήσω τη ψήφο μου να πέσει στη ΝΔ όταν γίνεται εν γνώση μου κάτι τέτοιο;

Λευκό; Άκυρο;

Τι να σου πω.

Εδώ την ίδια μου τη ζωή δεν ξέρω καλά πως να την διαχειριστώ. Αλλά γι’ αυτό το θέμα. Μια επόμενη φορά. Είπα να βγω λιγάκι. Και να τον κλείσω αυτόν και τις άκυρες υποσχέσεις του.

Καλύτερα ο Τρίτος. Που τουλάχιστον δεν σου υπόσχεται τίποτα. Μα ούτε και δεν σου προσφέρει.

Υ.Γ. Αν διαβάζεις κ. Παπανδρέου θα σε παρακαλούσα να μη φωνάζεις τόσο όταν μιλάς σ'αυτές τις εκδηλώσεις τέλος πάντων τι είναι πάλι αυτά. Σε ακούμε μια χαρά. Λίγο πιο σιγά.

Ευχαριστώ.

Monday, September 03, 2007

Η εξορία. Οι Βρυξέλες. Και το πρόγραμμα.

Εντάξει πλησιάζει δώδεκα.

Νομίζω πως τέτοιες ώρες θα γράφω.

Είναι η ώρα που κανονικά γράφω τις εργασίες για την δουλειά. Για να μην τις πούμε «ρεπόρτ» και μας καταλάβουν.

Όχι δεν έκανα διακοπές φέτος - Όχι δεν θα προσαρμοστώ στους ρυθμούς του γραφείου σύντομα.

Βασικά.

Σήμερα αν και. Δεν. Θέλω. Να. Πάω. Στο. Γραφείο.

Πήγα. Και έφτασα και πάνω κάτω στην ώρα μου. Και κοιμήθηκα νωρίς. Και δεν άκουσα το ξυπνητήρι στις έξι και τέταρτο που το βάζω. Και ξύπνησα από μόνη μου στις οκτώ και τέταρτο. Και ήπια και τσάι αντί για καφέ όλη την ημέρα σήμερα.

Και βασικά στο γραφείο αν και ναι. Μπορώ να πω. Πως πέρασα ένα συνολικό δίωρο απόλυτου τίποτα (δηλαδή σερφάρω άρα υπάρχω). Έφαγα και μεσημεριανό με τα παιδιά (από το σπίτι σαλάτα και όχι κυρίες και κύριοι παραγγελία). Και έφυγα και πάνω κάτω στην ώρα μου.

Και πού είσαι. Μετά τις έξι δεν θέλω να ξαναφύγω ποτέ αγαπητέ από το γραφείο. Γιατί. Μου αρέσει και η ζωή εκτός. Έπρεπε να δω τη μαμά μου για να το θυμηθώ αυτό.

Σήμερα το απόγευμα είχα (και έχω) περίπου χίλιες δουλειές να κάνω. Σε λίγο σκέφτομαι κλείνω χρόνο στην δουλειά (στην Ελλάδα!) και ακόμα δεν αξιοποιήθηκα να βάλω μια τάξη στα χαρτιά. Το βιβλιάριο του ΙΚΑ. Το δίπλωμα. Κλπ. Κλπ. Όλο εκκρεμότητες εδώ κι εκεί. Και άμα δεις και το γραφείο θα κλαις. Οπότε αποφάσισα (όταν πήγα στη μαμά μου) να μην αγχώνομαι πια. Και πηγαίνω χαλαρά, χαλαρά. Αν προλάβω το ένα καλώς. Θα είναι το κατόρθωμα της ημέρας πες.

Ήθελα κάτι άλλο να πω. Πήρα δυο εισιτήρια για την συναυλία. Σήμερα στη δουλειά τυχαία εντελώς όλοι μιλούσαν για ένα θέμα που πρωταγωνιστεί στη ζωή μου τελευταία. Ακόμα και στο τηλέφωνο συνάδελφος. Πως του ήρθε. Συνωμοτεί το σύμπαν ενάντιων μου; Ή κάνω πάλι. Ένα προσωπικό λάθος; Οι γυναίκες στην οικογένεια μου. Λένε πως τα έχω χαμένα στον αισθηματικό τομέα.

Τραγουδάρα όμως. Πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα. Ναι;

Chelsea Hotel

I remember you well in the Chelsea Hotel,
You were talking so brave and so sweet;
Giving me head on the unmade bed,
While the limousines wait in the street.
And those were the reasons, and that was New York,
We were running for the money and the flesh;
And that was called love for the workers in song,
Probably still is for those of them left.

But you got away, didn’t you, baby,
You just turned your back on the crowd.
You got away, I never once heard you say:
“I need you, I don’t need you,
I need you, I don’t need you,”-
And all that jiving around.

I remember you well in the Chelsea Hotel,
You were famous, your heart was a legend.
You told me again you referred handsome men,
But for me you would make an exception.
And clenching your fist for the ones like us
Who are oppressed by the figures of beauty,
You fixed yourself, you said: “Well, never mind,
We are ugly, but we have the music.”

But you got away, didn’t you, baby,
You just turned your back on the crowd.
You got away, I never once heard you say:
“I need you, I don’t need you,
I need you, I don’t need you,”-
And all that jiving around.

I don’t mean to suggest that I loved you the best;
I don’t keep track of each fallen robin.
I remember you well in the Chelsea Hotel –
That’s all, I don’t even think of you that often.


Καμιά φορά. Διαβάζεις κάτι. Ακούς κάτι. Και λες. Πως έγινε και του ήρθε να το γράψει αυτό;

Καμιά φορά. Σκέφτομαι τους χιονισμένους δρόμους της νύχτας. Οι σκέψεις αυτές έρχονται συνήθως με την μουσική, με λέξεις κλειδιά. Όπως Νέα Υόρκη. Όπως κάτι μπλουζ κομμάτια. Ότι είναι Κοέν βασικά. Είναι εγώ. Και πρέπει κάποια στιγμή να του το πω.

Ήταν έξι. Γύρισα νωρίς σχετικά από την δουλειά. Και άλλαξα γρήγορα φόρεσα ένα τζιν, και έριξα λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο μου να φύγει όλη η άνοια της ημέρας και του «δεν θέλω να πάω τώρα γραφείο». Ξάπλωσα για λίγο. Και με πήρε ένας βαρύς και συνάμα βιαστικός ύπνος. Ήταν εφτά και κάτι. Και με ξύπνησε μια κοπέλα στο ακουστικό μια δημοσκόπηση για τα ΜΜΕ. Δεν ήξερα βασικά σε ποιο τμήμα ανήκω στο Άλφα ή στο Βήτα. Προσπάθησα να της πω πως γράφτηκα στα Πατήσια. Στα Άνω ή στα Κάτω με ρωτά; Στη Πλατεία Αμερικής βασικά της απαντώ. Αλλά μετά πέρασα στην Αγία Παρασκευή. Δηλαδή εκεί δήλωσα. Αλλά τώρα που μένετε με ρωτά; Και βασικά. Δεν ήξερε η ίδια αν είμαι στην Α’ ή στην Β΄. Γ’ την ρωτάω δεν υπάρχει;

Αν είναι καλύτερα οι συνθήκες τώρα σε σχέση με πριν. Τις μισές ερωτήσεις δεν τις κατάλαβα. Ούτε εκείνη άλλωστε. Απαντήστε μου λεει το 1 για καθόλου το 4 για πάρα πολύ. Μα δεν σας καταλαβαίνω. Δεν τον γνωρίζω τον υποψήφιο για τον οποίο μιλάτε. Και βασικά. Δεν έχω τηλεόραση δεν το παρακολούθησα το τελευταίο. Δεν ξέρω πια άποψη να εκφέρω. Ο συνασπισμός άλλαξε ονομασία τώρα; Μάλιστα.

Αν κάποιος δεν σου τηλεφωνεί και σου λεει πως πάντα έχει δουλειά και είναι απασχολημένος δεν σημαίνει αυτό πως δεν ενδιαφέρεται και βασικά τράβα για αλλού ας πούμε; Εγώ νομίζω πως έτσι είναι. Αλλά γιατί κολλάμε σε τέτοιες φάσεις ώρες, ώρες, όταν όλα σου λένε, προχώρα, ξεκόλλα. Κι εσύ εκεί. Στο αδύνατο. Στο ολοφάνερο. Στο κόσμο σου.

Τυχαία εντελώς πρόλαβα σε μια ώρα να διευθετήσω όλες τις απογευματινές μου εκκρεμότητες, και βρήκα και λαχανάκια Βρυξελών στο σούπερ, και αγόρασα και δυο εισιτήρια για την συναυλία. Και μετά σε άλλη μια ώρα. Μαγείρεψα. Μάζεψα τα ρούχα. Χάζεψα τον ουρανό και την πανέμορφη αυτή νύχτα. Άκουσα μουσική. Σκέφτηκα για μερικά κλάσματα δευτερολέπτων πως πρέπει να τελειώνω με τα ρεπόρτ της δουλειάς πριν με πάρουν χαμπάρι (με πήραν ήδη). Πριν φτάσει στο απροχώρητο (έφτασε ήδη). Και έγραψα δυο λέξεις από την εξορία μου.

Εδώ.

Μικρή κράταγα ένα ροζ ημερολόγιο με μια μικρή κλειδαριά. Και μάλιστα είχα γράψει και προειδοποίηση πως έχει να γίνει βιβλικό κακό αν κανείς τολμήσει και το διαβάσει. Δηλαδή θέλω να πω.

Πως θα βάλω ένα πρόγραμμα αυτή την εβδομάδα.

Για να φτάσω στην Παρασκευή και να πω.

Την Κυριακή. Εκδρομή.

Θα τον ξεπεράσω (και αυτόν).

Κλείνω τα μάτια. Μια γουλιά από το παγωμένο (ας πούμε) τσάι λεμόνι. Το κουμπάκι που σιωπά τον ανεμιστήρα. Το άλλο που σταματά τα όργανα της μουσικής. Τα πράσινα σεντόνια.

Η τελευταία ματιά. Στις έξι και τέταρτο.

Πρέπει να κάνω διακοπές.

Sunday, September 02, 2007

Εισαγωγή Μέρος Δεύτερο.

Εντάξει πλησιάζει δώδεκα.

Ένα ποτήρι μισό-γεμάτο (αισιόδοξη είδες) με κόκκινο κρασί, εκείνο το Παπαιωάννου του 2003, μια προσφορά Νικολαίδη (το σπίτι μας).

Το μπουκαλάκι με την εμφιαλωμένη ανασφάλεια μου στάζει την υγρασία του δωματίου στο ψάθινο σουβέρ. Εκλεκτή η διάλεκτος της νεαρής (πότε έφυγε το 1978;).

Τρύπες στο ραδιόφωνο (φιλτραρισμένη μουσική, αλλά ΟΚ. Δεκτή. Λογοκρισία στην Ελευθερία της Έκφρασης – ποια ελευθερία; Ένα άγαλμα που κράζει τον καημό του – στιγμιότυπα Καθημερινής 02 Σεπτεμβρίου 2007 – Να γαμηθείτε κόμματα και δημοσιογράφοι μαζί!).

Ο ουρανός στο παρά πέντε της βροχής, όπως όταν θες να φτερνιστείς και δεν σου βγαίνει, και μένεις με μια φαγούρα στη μύτη, και τα μάτια, υγρά, κόκκινα. Μια αστραπή που έσκισε τον ουρανό, από του Χολαργού την Β’ είσοδο μέχρι της Αγίας Παρασκευής την πλατεία (σε περιμένω στο τέρμα της Ιωάννου με το ποδήλατο).

Τα ρούχα. Λίγο πολύ παντού.

Ο ιδρώτας. Λίγο πολύ παντού.

Τα μηχανάκια λάστιχα που λιώνουν στην καυτή άσφαλτο της γειτονιάς μου.

Το πιάτο με τα ψίχουλα από παντεσπάνι βανίλιας, την κρέμα σοκολάτας και τη σαντιγί των γενεθλίων μου. Τα 29 κεράκια μου. Δεν θα ρουφήξω τον καπνό σας.

Σβηστός ανεμιστήρας. Ρεπό της υπερωρίας του. Στο καλώδιο ένα κίτρινο υγρό που κολλάει, απόδειξη της κατάχρησης που υπέστη. Εργατική διαμαρτυρία.

The Cure. I will always love you.

Δεν. Θέλω. Να. Πάω. Στο. Γραφείο. Αύριο.

Δεν. Θέλω. Να. Πάω. Στο. Γραφείο. Μεθαύριο.

Δεν θέλω. Να κοιμηθώ.

Δεν θέλω. Να Ξυπνήσω.

Θέλω να ταξιδέψω. Με ένα φόρεμα. Κόκκινο. Ακριβό μετάξι από τις Ινδίες.

Όπως υποσχεθήκαμε. Η μία στην άλλη. Και ύστερα με ένα φιλί υγρό σαν την πρώτη βροχή του φθινοπώρου. Σφραγίσαμε την υπόσχεση μας.



Είναι νύχτα και ο δρόμος. Δικός μας.

Τα σγουρά μαλλιά σου. Στα δάχτυλα μου.

Το άρωμα σου. Ο καπνός μου.

Το δέρμα σου. Ο χάρτης μου.

Το βλέμμα σου. Ο οδηγός μου.

Ο ιδρώτας σου. Το νερό της όασης μου.

Η ανάσα σου. Η αναπνοή μου.

Η καρδιά σου. Ο κρυφός θησαυρός μου.

.

Ήταν Κυριακή. Είχα γενέθλια. Έφαγα δυο φέτες από το γλυκό μου. Απάντησα στα μισά τηλεφωνήματα. Χάιδεψα με το βλέμμα μου το ροζ της δύσης. Πάγωσα στο τελευταίο φως της μέρας την δύναμη της αστραπής. Δεν έβρεξε. Αλλά θα μπορούσε να είχε γίνει. Δεν ήρθες.

Αλλά ήσουν εδώ.