Saturday, October 27, 2007

Στη Πανόρμου έβρεχε εκείνο το βράδυ.

Γύρισα χτες απίστευτα κουρασμένη, εξαντλημένη θα έλεγα από τα παιχνίδια του εαυτού μου. Με τα μάτια κόκκινα και ερεθισμένα από τους καταραμένους φακούς επαφής (βλέπε λίστα). Την επιρροή της σελήνης. Και το ψυχοφθόρο απροσδιόριστο πόνο που με ταλαιπωρεί, χρόνια πλέον.

Αποκοιμήθηκα πρώτα στον καναπέ, με μια γλυκιά επιθυμία να γλιστρά πάνω μου το φως της σελήνης. Σε μονοπάτια του κόσμου της ίσως με μεταφέρει, μέσα από τα όνειρα μου. Ένας ανήσυχος ύπνος, με εφιάλτες, ένα τεράστιο ψάρι που βγήκε λέει από ένα σκοτεινό και ύποπτο μαγαζί με κατοικίδια όπου οι ιδιοκτήτες και γενικά το προσωπικό ήταν πολύ σκοτεινοί τύποι και κακομεταχειριζόταν τα ζώα. Τέλος πάντων πρέπει να ήταν και στο Καναδά γυρισμένος ο εφιάλτης γιατί είχε και χιόνια, και το ψάρι ήταν τεράστιο με μεγάλα δόντια αιχμηρά και βασικά ήθελε να φαει κάτι παιδιά και εγώ έπρεπε να τα γλιτώσω. Εδώ τα μπερδεύω κάπως, επειδή σε μια φάση έπρεπε να κλείσω ένα ραντεβού με μια ερευνήτρια (μεταφερθήκαμε στο γραφείο) και ήμουν μεταξύ να την σταματήσω σε ένα διάδρομο όπου πήγαινε προς το φως, ή να αιχμαλωτίσω το μεταλλαγμένο ψάρι που γλιστρούσε διαρκώς σε κάτι βρώμικους υπονόμους.

Ξυπνάω νομίζοντας πως είναι δέκα, αγχωμένη πως ξέχασα να βάλω ξυπνητήρι και τέτοια και πως αυτή τη φορά θα αργήσω πολύ στη δουλειά. Στο κρεβάτι μου με τις ροζ πυτζάμες μου, σεντόνια σκόρπια, αναρωτιέμαι πως έφτασα εκεί. Και συνειδητοποιώ πως:

ΕΙΝΑΙ ΣΑΒΒΑΤΟ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Και σαφώς δεν πρέπει να πάω στη δουλειά. Οπότε και ΟΚ. Σηκώνομαι κι ας είναι και επτά και μισή.

«Το ΟΚ μου το κόλλησες από χτες δεν το συζητώ». Έχω ένα καλό προαίσθημα για τη γυναίκα αυτή.

Στη Πανόρμου έβρεχε εκείνο το βράδυ. Αν και κλασσικά κουρασμένη, υποσχέθηκα στην Α ένα σινεμά. Δίχως να γνωρίζω τα της ταινίας, το σενάριο, καν τον τίτλο δεν συγκράτησα, και τώρα να με ρωτήσεις, «Το ημερολόγιο ενός ρομαντικού ηδονοβλεψία;». Οι ελληνικές μεταφράσεις είναι σχεδόν πάντα άσχετες. Και να σου πω. Δεν ταιριάζει καν ο τίτλος στη ταινία, αν με ρωτήσεις δηλαδή, το ημερολόγιο ήταν κάτι το παράλληλο. Αλλά νομίζω αυτό ήθελε να πει ο σκηνοθέτης, ή μάλλον ο ποιητής, όπως διαβάζω το έργο βασίζεται σε μια νουβέλα.

Hallam Foe.
Απίστευτο μουσικό ρεπερτόριο.

Το οποίο σαφώς και έτρεξα χτες να βρω. Παρασκευή απόγευμα, μέσα στη μελαγχολία της βραδιάς μου, μέσα στα τόσα ερωτήματα μου, μέσα στην αναζήτηση μου, για τις απαντήσεις, για την ομορφιά, την ζωή και το φως στις σκιές που περνάνε διαρκώς δίπλα μου, που με προσπερνάνε. Δημοτικό θέατρο στα σκαλάκια. Στις βιτρίνες, στο κάθισμα, δοκιμάζοντας, τις καφέ ψηλές μπότες, τις ακριβές πολύ για τον εκτώς προυπολογισμό μου. Τις ιππασίας ουρλιάζει μια περαστική, βαριά μέσα στο βάψιμο της, στο χτένισμα, στο ντύσιμο, στο άρωμα της που με υπνωτίζει σχεδόν.

Αποχωρώ. Και μπαίνω στον μουσικό κόσμο μου. Όπου μπορώ ακόμα ευτυχώς να βρω λίγη ηρεμία, και κάπως να ξεγελάσω τον χρόνο. Που γλιστρά. Σαν το ψάρι μέσα σε βρώμικους υπονόμους, χάνεται.

Στέκομαι στο δεύτερο κομμάτι. “Here on my own” από τους U.N.P.O.L. Κι εγώ πρώτη φορά τους ακούω. Αλλά μου κόλλησε. Πρέπει να το έπαιξα τρις φορές χτες, και από το πρωί, κοντά στις δεκατρείς. Μέχρι να χτυπήσει κάποιος την πόρτα μου να μου πει, πως ενοχλώ. Γιατί κατά βάθος.

Γουστάρω να προκαλώ.

Να βρίζω επίσης κατά καιρούς.

Να χορεύω με τη μουσική στο φουλ.

Να είναι πιο δυνατή και από το μεγάφωνο του παλιατζή. Που όλα τα καθαρίζει, αποθήκες, μέχρι και παλιοσίδερα μαζεύει. Σάββατο πρωί δέκα και μισή. Πιο δυνατή από το τρυπάνι του διαχειριστή που χτίζει έναν άλλο όροφο σίγουρα πάνω από το υπνοδωμάτιο μου. Πιο δυνατή από το χτύπο της καρδιάς του όταν αφήνει τον έρωτα του πάνω μου.

A good fuck. Από το “Double Shadow”

Στη τελική. Αυτό ψάχνουμε. Και είναι το συμπέρασμα της ημέρας.

Δες το. Σε προκαλώ.


Λίστα (Τού Ντού Λίστ)

1 - Να αγοράσω ένα δεύτερο ζευγάρι γυαλιά

2 – Να πάω σήμερα το γραφείο στο μαραγκό στο Χαλάνδρι

3 – Να μην μιζεριάσω για μαλακίες για μία μέρα τουλάχιστον

Wednesday, October 24, 2007

Τα χαμομήλια της.

Θέλω εδώ και μέρες. Εβδομάδες. Ένα μήνα σχεδόν να γράψω.

Θέλω να γράψω σε Εκείνον. Θέλω να τον ψάξω και να. Τον βρω. Θέλω ν'ανάψω τα κεράκια στο τζάκι. Και να σκεφτώ.

Θέλω να της μιλήσω. Και να την δω. Μου λείπει απίστευτα το χιούμορ και το μουτράκι της. Μικρή στα χέρια μου. Η μία μητέρα. Η δεύτερη. Μωρό μέσα στο φως.

Θέλω εδώ και μέρες να μαζέψω την κατάσταση στο σπίτι. Ένα χάος. Και μέσα σε όλα αυτά η αναζήτηση μιας τραπεζαρίας. Την οποία έχω βαρεθεί. Τα καταστήματα της Κηφησσίας. Μεσογείων. Χολαργός. Αυτός.

Μεγάλα. Κρύα. Σαν το δωμάτιο μου. Και δεν ξέρω πως να φτιάξω το θέμα με τα καλοριφέρ. Και ούτε το θέμα με τις τρύπες που πρέπει να γίνουν στη κουζίνα.

Και έλειξε και το δίπλωμα μου. Το της οδήγησης. Και σκέφτομαι πως. ΟΚ. Δεν προλαβαίνω απλά. Δεν προλαβαίνω.

Έδώ και μέρες θέλω να γράψω.

Για την μουσική. Θέλω να γράψω για τις αλλαγές στο κλίμα. Το ποίημα της Λεύκας. Τον Λαπαθιώτη. Θέλω να γράψω για τη νύχτα. Για το φθινόπωρο. Το αεράκι, τις ζωγραφιές στα σύννεφα. Σάββατο πρωί. Μεσημέρια να κλέβω στιγμές.

Στην Εθνική. Με το χέρι στο μέτωπο σκεφτική στο μαύρο. Μεγάλο πολύ. Αυτοκίνητο.

Ξεχωρίζοντας τα πλαστικά. Από τα χάρτινα. Τα γυάλινα. Το μπλέ κουτί. Απόλυτη ησυχία Χαλανδρίου. Κάτω.

Θέλω να ξενυχτίσω. Να κάνει ζέστη εδώ. Να υπάρχει μουσική. Μια φωτιά. Το φως της.

Να υπάρχεις εσύ.

Και θα ηρεμίσω. Σου το υπόσχομαι.