Sunday, December 28, 2008

Αγία νοσταλγίΑ.

Νόμιζες αλήθεια.

Πως δεν θα σου έγραφα ξανά.

Ποτέ;

24 Δεκεμβρίου. Όχι ξέρω. Πέρασαν τέσσερις ημέρες ολόκληρες Να. Και η μέση της;

Ακόμα λιγάκι την ενοχλεί. Μια σταγόνα ευκάλυπτος προς Τέσσερις: Αλοιφές.

Επιτρέπεις;!;

ΜΕ ΓΑΡΓΑΛΑΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Στο αεροδρόμιο δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω μου. Κολλήματα θα μου πεις, εντάξει δεν έχεις άδικο. Όλο αυτό το κλισέ με τα σάλια και τα δάκρυα στα αεροδρόμια και στα λιμάνια μου την δίνει. Εγώ προτιμώ να γυρίσω την πλάτη μου. Να προχωρήσω προς του Ερμές. Και να δακρύσω σιωπηλά τον πόνο μου. Μικρές μαχαιριές στην καρδιά μου. Θα σε ξαναδώ. Δύναμη λέω Άννα θα τους ΜΠΙΠ. ΔΥΝΑΜΗ!!!!!!!!!!!!!!!

Η πτήση λεει Φρανκφούρτη κι εγώ. Κατεβαίνω. Μέσα σε αυτούς τους θαλάμους που φτιάχνουν ειδικοί για τις μεταφορές από το σκάφος στο αεροδρόμιο για να μην καταλάβεις. Πως βρίσκεσαι σε κάποιο ανώνυμο ενδιάμεσο προορισμό. Εκεί θα σου χαμογελάσει μια κούκλα μια καλησπέρα, μια καλημέρα στα Γερμανικά. Και λες. Εαν τυχαία της δάγκωνα το αυτί αφήνοντας μια μικρή σταγόνα αίμα να κυλίσει στο λευκό πουκάμισο της όπως κατεβαίνω. Θα ράγιζε λιγάκι αυτό το παγωμένο χαμόγελο;

Στην Φρανκφούρτη είχα το υφάκι μου το μου την δίνουν όλα. Και είχε πολλά μαγαζιά. Δεν τα προσέχω ποτέ, όσο τώρα. Έβλεπα τις βιτρίνες. Σκέφτηκα τις δικές μας. Και ήταν μια γλύκα ο πειρασμός να σπάσω μια δυο τρις.

ΟΛΕΣ.

Αλλά είπαμε. Εμείς τώρα. Τις ανεβάζουμε. Τις στολίζουμε.

Θα τις σπας εσύ. Για να μου την σπας έτσι να με τσιγκλάς. Μήπως και καταφέρεις.

ΝΑ ΜΕ ΞΥΠΝΑΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Τίποτα. Λες έκανα τόσο καιρό να σου γράψω. Και απάντησα πως θα το κάνω. Θα σου πω για τα παγωμένα στενά κοντά στην γειτονιά μου. Θα σου γράψω για το πάρκο με τα γυμνωμένα δέντρα. Θα σου πω για την πόλη αυτή που ζει σε μια παλιά φωτογραφία. Τόσο μακριά από εμάς. Τόσο μακριά από εσένα.

Πρέπει να πάρω πάλι ένα αεροπλάνο. Εκείνη μου θυμίζει πως είναι να είσαι στα ζεστά. Τα καθαρά της τα παπλώματα. Τα νόστιμα της τα φαγητά. Ακούς δυνατά μουσική. Δεν είσαι στο γραφείο. Για λίγες μέρες δεν έχει καν γραφείο.

Λες. ΜΠΙΠ τί κάνω; Πάλι έμπλεξα; Λες. Γιατί ξεκίνησα; Θυμήσου, ΆΝνα θυμήσου. Τα όνειρα σου πες μου ποια ήταν, πες μου ποια είναι σήμερα; Κενό.

Πρέπει να πάρω κάποτε διακοπές.

Και να πάω και σε καμιά Συναυλία.

Επανέρχομαι.

Δεν μου βγαίνει απόψε.

Συμπάθα με.

Είσαι πολύ πιο άμεσος από ότι θα τολμήσω ποτέ να γίνω εγώ.

Monday, September 08, 2008

Leonard Cohen - Lady Midnight

Ξυπνάς.
Είναι Δευτέρα.
Δεν άργησες.
Ακόμα.
Και βλέπεις.
Το όνειρο σου.
Στην οθόνη σου...

Wednesday, August 27, 2008

Απλά μαθήματα Οικονομίας - Χρόνου

Τελευταία μέρα άδειας και σκέφτομαι τα εξής:

Περί χρόνου ο λόγος.

Μήπως ο τίτλος που θα ταίριαζε καλύτερα θα ήταν: να γιατί οι περισσότεροι νέοι ζούνε ακόμα στο πατρικό τους σπίτι ακόμα και μετά τα τριάντα.

Απλά μαθήματα οικονομίας. Χρόνου.

Γυναίκα. Ετών 30. Πτυχιούχος. Με μέτριο κατά τα λεγόμενα της αγοράς μισθό. Αποφασίζει. Να έρθει στην Αθήνα. Δηλαδή. Δεν έρχεται η μαμά να καθαρίσει (ποτέ). Δεν έρχεται ο μπαμπάς να φτιάξει τις λάμπες (ποτέ).

Μένει. Μόνη σε ένα δυάρι στο Χαλάνδρι.

Ο τυπικός χρόνος ανά εβδομάδα πάει κάπως έτσι:

9-10 ώρες καθημερινά στο γραφείο ή εκτός αναλόγως τις περιπτώσεις όπως και να έχει 9-10 ώρες καθημερινά αφιερώνονται στην δουλειά.

Η μετακίνηση από την δουλειά στο σπίτι είναι περίπου μία ώρα (εδώ υπάρχει εξήγηση αλλά δεν θα την κάνω τώρα).

Σύνολο μέχρι στιγμής για την δουλειά μόνο: 11 ώρες.

Ωραία. Γυρνάμε λοιπόν στο σπίτι. Μαγειρική περίπου 1-2 ώρες. Σύνολο τώρα: 13 ώρες.

Δουλειές τύπου πλύσιμο ρούχα – σίδερο ρούχα – βάζω στις ντουλάπες ρούχα: 2-3 φορές την εβδομάδα ανά 2 ώρες – σύνολο εβδομάδας κατηγορία ρούχα: 6 ώρες στο μέγιστο.

Σύνολο εβδομάδας μέχρι στιγμής: 13 ώρες * 7 μέρες = 91 ώρες δουλειά + φαγητό

+ ρούχα = 97 ώρες.

Ας περιορίσουμε τον ύπνο στις επτά ώρες, δηλαδή υπολογίζοντας το δεκάωρο του σαββατοκύριακου και το πεντάωρο της εβδομάδας, δηλαδή 7 ώρες ύπνου μέσος όρος * 7 μέρες = 49 ώρες νάνι

Μέχρι στιγμής έχουμε = 146 ώρες

Πάμε παρακάτω : Σουπερμάρκετ – μια ασχολία η οποία αν θες να πας με το αυτοκίνητο συνεισφέρεις άσκοπα στην μόλυνση αλλά σαν εγωιστής άνθρωπος σκέφτεσαι πως γλιτώνεις χρόνο γιατί αγοράζεις ας πούμε περισσότερα απ’ ότι αν πας με ποδήλατο.

Ας κάνουμε και τους δυο υπολογισμούς: Με αυτοκίνητο = Μία φορά την εβδομάδα σύνολο χρόνου να πας, να ψωνίσεις, να γυρίσεις, να τα βάλεις στην θέση τους = 2 ώρες. (Σημειώνω πως το σούπερ είναι 10 λεπτά από το σπίτι με το αυτοκίνητο). Βάλε και μία ώρα ξεκούραση μετά στάνταρ = 3 ώρες

Σύνολο: 149 ώρες.
Με το ποδήλατο θα θες να πας: 4 φορές * 45 λεπτά να φτάσεις (και πως θα φτάσεις με τον κάθε Χαλανδραίο και μη που θα σε σπρώχνει στον δρόμο με το αυτοκίνητο του στάνταρ και κάθε φορά) * 1 ώρα πάρε συν βάλε στο σπίτι * 45 λεπτά γύρισε σύνολο με το ποδήλατο: 12 ώρες. Βλέπε 4 φορές παραπάνω από το αυτοκίνητο. = Δεν το επιλέγουμε παρά μόνο περιστασιακά.

Η εβδομάδα έχει σύνολο: 7 * 24 ώρες = 168

Δηλαδή μένουν 168 – 149 ώρες = 19 ώρες για δικό σου χρόνο.

19 / 7 μέρες = 2,17 ώρες την ημέρα.

Αυτό χωρίς να έχω υπολογίσει καθαριότητα σπιτιού, συναλλαγές με το δημόσιο, άλλες πληρωμές, εξετάσεις και ραντεβού προσωπικά σε ιατρούς κλπ, αγορές για διάφορα απαραίτητα όπως ενδυμασία, ή άλλα για το σπίτι, συναλλαγές με μηχανικούς για το αυτοκίνητο, για το σίδερο, για οτιδήποτε άλλο χάλασε και πρέπει να φτιάξεις. Και ας μην ξεχνάμε το πιο συμαντικό: τηλεφωνήματα και εκκρεμότητες δουλειάς που πρέπει να γίνουν εκτός ωραρίου, απρόοπτα και σε κάθε πιθανή στιγμή του ελεύθερου χρόνου σου.

Πες μου τώρα εσύ.

Τι χρόνος να υπάρχει: Πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό σου, δηλαδή, να κάνεις μια γυμναστική, να προσέξεις την διατροφή σου, να διαβάσεις, να πας σε ένα θέατρο, σε κάτι που αγαπάς. Και μετά πες μου πού χρόνος, να κάνεις μια φυσιολογική σχέση.

Όπου αυτός κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει τις ίδιες υποχρεώσεις γιατί σαν άνδρας – στο δικό του πρόγραμμα – φαγητό, ρούχα, και καθαρό σπίτι καλύπτονται από μαμά.

Και μετά.

Σχόλια όπως: Αμάν βρε. Όλο δικαιολογίες είσαι πως δεν έχεις χρόνο. Καλά πως είναι έτσι το σπίτι σου; Όλο παράπονα είσαι. Μια χαρά μισθό έχεις γιατί λες δεν βγαίνεις; Αν δεν προλαβαίνεις να μαγειρέψεις να τρως έξω (βλέπε προηγούμενη ατάκα). Γιατί δεν φέρνεις μια γυναίκα να στα κάνει αυτά; (βλέπε ίδια ατάκα). Αυτά δεν θέλατε οι γυναίκες; Απελευθέρωση;

Εγώ ήθελα απλά να αναφέρω αυτό το μικρό πρόγραμμα της εβδομάδας μου, όπως το σκέφτηκα σήμερα που τυχαίνει να είναι.

Και η τελευταία μέρα της άδειας μου. Και υπάρχει ακόμα ελάχιστος ελεύθερος χρόνος.

Σχόλια ευπρόσδεκτα.

Horis kardia

Greek Version by Rouvas.

Self explanatory.

Damien Rice - The Blower's Daughter

All there is left to do.

Is to wait for the cold wind.

To Blow us by.

Tuesday, August 26, 2008

Here It Is.


Ακούγοντας αυτόν τον δίσκο: Σκέφτομαι, πως το αγαπημένο μου αυτό το βράδυ είναι αυτό:


Πατόντας ξανά και ξανά το replay, σκουπίζω τον ιδρώτα από τον λαιμό μου,
πίνω μια λουγιά από το τσάι που ετοίμασα μόλις πριν μία ώρα πρέπει να ήταν.
Σκέφτομαι πως θα ήθελα να βρω ένα βιβλίο του:
Philip Tetrault.
Ένας ποιητής που πάσχει χρόνια από παρανοική σχιζοφρένεια. Ζει μεταξύ τους παγωμένους δρόμους του Μόντρεαλ και τα ψυχιατρικά ιδρύματα τα οποία τον "φιλοξενούν" κατά καιρούς. Λύτρωση βρίσκει στα γραπτά του. Στην φύση. Και στους αγαπημένους φίλους και συγγενείς. Την κόρη του.
Διαβάζω ένα αρκέτο μεγάλο μπλε βιβλίο ψυχανάλυσης τύπων, του διάσημου Φρόυντ. Και σχετίζω τον ποιητή Τετρό με τον πρόεδρο Σρέμπερ. Πίνω άλλη μια γουλιά. Πικρό.
Και σκέφτομαι.
Πως θα σου γράψω κάτι έτσι απόψε γιατί.
Γύρισα μόλις από ένα ταξίδι στην Αμοργό.
Το ταξίδι θα αρχίσει όπως τελείωσε.

Θα ήθελα να σου το γράψω όλο στα αγγλικά.

Θα ήθελα να σου το γράψω όλο στα γαλλικά.

Σκέφτομαι μονάχα πως.

Πρέπει να εξασκώ διαρκώς τα μανδαρινά.

Κι έτσι.

Σου το γράφω στα ελληνικά. Με το συμπάθιο. Και με μικρά γράμματα δειλά.

Κόκκινο το καράβι, κόκκινα πανιά άπλωσε στο λιμάνι, άφησε βαθιά μέσα της την άγκυρα του.

Ένιωσα καθώς έσκιζε την ηρεμία της. Την ψυχραιμία της.

Τα νερά ταλαιπωρημένα ήταν μου είπες.

Κοίταξε πως είναι διάφανα. Και έλεγες πως ήμασταν ακόμη στο ανοιχτό πέλαγος.

Όμως εγώ είδα το μαύρο αίμα. Τις κηλίδες να μαρτυρούν τον φόνο. Της φύσης.

Λιμάνι μου είπες. Κι εγώ σου έδειξα με το δάχτυλο αυτή τη φορά θρασύς το γκρίζο αυτό σύννεφο που θα μας έκοβε την ανάσα μας.

Σε λίγο.

Με φίλησες.

Φορούσες κι εσύ ένα κόκκινο πουκάμισο. Και ο δρόμος ήταν τρομαχτικός πολύ γιατί έπεσε το σκοτάδι σου είπα. Και στο πέλαγος, ανοιχτό, ζωγράφισε ο ουρανός το δειλινό. Και μου είπες. Να μην φοβάμαι και πως.

Φώτα μέσα στην νύχτα. Γρήγορο βάδην για να μην με φτάσεις. Μην με πιάσεις. Μην με ανακαλύψεις. Μην με τρομάξεις. Μην.

Στην Αμοργό έμεινα οκτώ δειλινά και οκτώ ανατολές.

Τις μέτρησα στο σώμα σου όταν εσύ κοίταζες αλλού. Όταν εσύ κοιμόσουν διάβαζα τον χάρτη και κατάστρωνα.

Σχέδια δραπέτευσης από την ευτυχία σου.

Ήταν οι αρχαίες πόλεις που έπρεπε να διασχίσω.

Τα Κατάπολα – Τα Μίνωα – Στην χώρα λευκός ο αέρας φυσούσε την πλατεία με τα μεγάλα δέντρα μου είπες ποια ήταν – σου είπα. Λόζα.
Στην Αγία Άννα. Περπατήσαμε μαζί στο αριστερό μονοπάτι, και στο βάθος. Φυσούσαν οι δαίμονες λέει την διαμαρτυρία τους της οποίας μονάχοι μάρτυρες.

Οι γάτες που τάιζαν οι μοναχοί. Στα μαύρα ντυμένοι. Κι εγώ έσκυψα να περάσω στο κατώφλι της. Χοζοβιώτισσας. Με οδήγησες στην πύλη. Κι εγώ γλίστρησα. Μονάχα που στην απουσία σου.

Οι τοίχοι άφησαν τον άνεμο να με σηκώσουν ψηλά.

Πάνω από το πέλαγος με τα μεγάλα. Με τα δυνατά κύματα.

Μου είπες.

Πως κοίταξε πως δεν υπάρχει καμία σειρά στα κύματα.

Και είναι πράγματι ελεύθερα.

Η αγάπη σου έτρεξε σαν δάκρυ ζεστό στο μάγουλο σου. Καθώς γυμνοί στην άγρια θάλασσα του Μούρου. Βουτήξαμε και έτσι αθώοι όπως ήμασταν.

Χαθήκαμε.

Μέχρι να μας βρει. Το μονοπάτι από την Αιγιάλη στον Κάτω. Στον Άνω Ποταμό. Με το ηλιοβασίλεμα λίγο πριν σβήσει η οθόνη. Μέχρι τα Θολάρια. Και πίσω.

Ξεχνώ κάτι.

Θυμάμαι τι.

Ένα δαχτυλίδι. Γαλάζιο. Και πράσινο.

Σαν την ανάμνηση που μου χάρισες.

Τις οκτώ αυτές νύχτες. Τις οκτώ αυτές μέρες.

Μακριά και αλήθεια τόσο πολύ κοντά.

Για το ταξίδι. Θα σου γράψω άλλη φορά. Τελείωσα βλέπεις και το τσάι μου.

Ηχεί μονάχα το βουητό του ανεμνηστήρα στο δωμάτιο μου.

Κάτω Χαλάνδρι. Επιστροφή. Στην Αλήθεια.

Saturday, August 16, 2008

Jean Leloup L'amour est sans pitié

Ας μου πει κάποιος.

Γιατί όταν με βρίσκει ελεύθερη.

Ο χρόνος.

Με γυρίζει πάντα.

Πίσω.

Martha Wainwright - The Traitor (Leonard Cohen)

Μια επίσης απίθανη εκτέλεση...

Leonard Cohen - The Traitor

30 Ιουλίου Μαλακάσα. Από τον παλιό δρόμο. Έψαχνες το φως της σελήνης. Κι εκείνη σε χαίδευε απαλά. Μικρή. Στο πλήθος μοναδική. Για μια στιγμή. Τον χρόνο μας.

Μαζί.

Friday, August 15, 2008

ΔεκαπεντΑύγουστοΣ

Θέλω εδώ και μέρες να σου γράψω.

Πλένω τα πιάτα και σε σκέφτομαι.

Διπλώνω τα ρούχα και σε σκέφτομαι.

Σιδερώνω το μαύρο φόρεμα και σε σκέφτομαι.

Περπατάω στην Παπανδρέου, ζεσταίνομαι, χάνομαι, και σε σκέφτομαι.

Κλειστό λόγο θερινών διακοπών.

Και εγώ.

Σε άδεια από την περασμένη Παρασκευή.

Με λίγα λεπτά στη διάθεση σου πριν γίνει αισθητή η καθυστέρηση μου στο σπίτι της.

Αρώματα μεσημεριανού με περιτριγυρίζουν.

Η βαλίτσα όπως την άφησα, άμμο Σαμοθράκης εδώ εκεί, πετραδάκια τινάζω.

Καθώς ετοιμάζομαι.

Για άλλο ένα ταξίδι, μερικές μέρες στο πέλαγος, μαζί σου.

Βιάζομαι.

Γιατί αργώ πάντα.

Επειδή το τιούμπ δεν με καταδέχεται πλέον.

Σου δίνω ένα λινκ.

Έτσι για να με σκέφτεσαι κι εσύ λιγάκι.

Αυτές τις μέρες που θα λείπω.

Σε φιλώ.

ΆΝνα σκέτο.

http://www.youtube.com/watch?v=BNhYMwmOv2A&feature=related

Sunday, July 20, 2008

Na se ksexasw prospathw

Εντάξει έφαγα τιουμπο-κόλλημα πάλι.

Lakis Papadopoulos - Vrwmika filia

Κυριακή 10:22.

Θέλω να γράψω κάτι εδώ και ώρες.

Σκόνη στο γραφείο μου.

Ιδρώτας.

Ζεστό πλαστικό μπουκάλι Ιόλη.

Και αυτό το τραγούδι στο ραδιόφωνο...

Sunday, June 01, 2008

11:50.


Κυριακή 01 Ιουνίου 2008.

Είναι επίσημα η αρχή του καλοκαιριού.

Είναι Κυριακή. Κοιτάζω γύρω μου και ζω ξανά στο χάος. Κάθε μεταβατική περίοδος σκέφτομαι αναζητά το χάος της. Από το χάος δεν φτιάχτηκε ο κόσμος; Κάπως με καθησυχάζει αυτό, και μαζί με τη βοήθεια που έρχεται από την γειτονική Αλβανία σήμερα, νιώθω σαφώς καλύτερα ξέροντας πως κάπως θα τα τακτοποιήσουμε σ’ αυτό το μικρό χώρο των πενήντα τετραγωνικών τον οποίο μοιράζομαι τελευταία με μια αράχνη στη κουζίνα.

Ο χρόνος είναι σχετικός. Και όπως σου είπα και χτες στο τηλέφωνο. Τον χρόνο δεν τον μετράμε με δευτερόλεπτα, λεπτά. Τον χρόνο τον μετράμε μονάχα με εμπειρίες. Και αυτή είναι η σωστή καταμέτρηση του. Μου είπες, πως Άννα, εμείς ευτυχώς μπορούμε να ξεχνάμε. Και έτσι το βάρος μας, είναι ανάλαφρο. Φαντάσου μου είπες να μην είχαμε την ικανότητα αυτή. Να ξεχνάμε.

Εγώ πάλι αυτές τις τελευταίες εβδομάδες δουλεύω διαρκώς. Κλείνει ένα συμβόλαιο στο οποίο εργάστηκα. Και έχω το άγχος που δεν έχουν οι προϊστάμενοι μου. Εξάλλου ξέρω πως ότι κι ας γίνει, στο τέλος εμένα θα κατηγορήσουν. Κι ας μην έρχεται κανένας από αυτούς να βοηθήσει σε κανένα στάδιο της δουλειάς. Κι ας σου γράφω τώρα κοιτάζοντας αυτό το άτιμο ρολόι. Να τηλεφωνήσω στον διευθυντή να συναντηθούμε στο γραφείο. Κυριακή. Δεν έχω άλλη επιλογή, δυστυχώς.

Γιατί αύριο. Θεσσαλονίκη.

Καν το εισιτήριο μου δεν πήρα. Όλα τα άφησα εκεί. Κοπεγχάγη. Βρυξέλλες. Ψυχίατροι. Ουρολόγοι. Διαδικασίες. Διαδικασίες. Πτήσεις. Πτήσεις.

Σκέφτομαι αν γίνεται να έρθω κοντά σου τον Αύγουστο. Θα έχω λένε τρις εβδομάδες. Το σκέφτομαι και σου γράφω. Ξέρω πως δεν έχω ακριβώς τις γνώσεις και την πείρα για να σε βοηθήσω, αλλά θέλω να έρθω κοντά σου. Άργησα μπορεί. Άσε με όμως να το προσπαθήσω. Χρειάζομαι μονάχα λίγο χρόνο να οργανωθώ. Και να σε προσεγγίσω. Θα ήθελα να γίνει το θαύμα αυτό και να φύγω τις τρις εβδομάδες αυτές να έρθω κοντά σου να σου προσφέρω λίγο από το χρόνο μου κι εσύ λίγο από αυτό το απίστευτο χαμόγελο της ευγνωμοσύνης σου. Μη κερδοσκοπικές οργανώσεις λέγονται. Αλλά εγώ νομίζω πως είναι ένα είδος θεραπείας για εμάς τους δυτικούς. Μια αποτοξίνωση από τον άθλιο εγωισμό μας.

Κοντεύει 12. Και του είπα πως θα του τηλεφωνήσω τέτοια ώρα.

Ο χρόνος σταμάτησε. Στη τελευταία φορά που με έπιασες από το χέρι λευκό. Να μην γλιστρήσω στις πέτρες λευκές. Και ήμασταν αλήθεια. Στην κορυφή του κόσμου.

Τώρα μετράω κι εγώ λεπτά.

...

Η φωτογραφία είναι από το blog του Dr. Steven Cohen, Farchana nights.

Je t'oublierai - Isabelle Boulay

Αυτό είναι για σένα.

Παραδόξως. Όπως γυρίζεις στη ζωή μου.

Έτσι προσπαθώ να σε ξεχάσω περισσότερο.

Αλλά.

Τα θυμάμαι όλα. Ή σχεδόν.

Tuesday, May 13, 2008

Βενζίνη : Τέλος.

Τρίτη 13 Μαίου 2008.

Είναι βράδυ. Έκανα ένα ντους και αναστέναξα πρέπει να πήρα δυο ή τρις βαθιές ανάσες. Ξέρεις εκείνες που πλησιάζουν στην ένταση τον οργασμό ή και την αγανάκτηση, μπορείς να πεις και την απελευθέρωση όποιας μορφής.

Μου την έδωσε η μέρα. Ξέρω είμαι ζωντανή και σε ευχαριστώ. Θα έπρεπε να μην την βγάζω σε ένα παγκάκι στη μέση του πεζόδρομου στην κεντρική του Πειραιά είναι ένα λιμάνι, ναι.

Οι ουρές στα βενζινάδικα. Το ραδιόφωνο και όλο αυτό το παράλογο. Που συμβαίνει γύρω μου. Και δίνω το εταιρικό για πλύσιμο. Και μου λεει το παιδί αν θέλω και βενζίνη. Κοιτάζω την αφίσα όπου γράφει με σπρέι μαύρο ένα πρόχειρο : βενζίνη τέλος. Το τέλος είναι υπογραμμισμένο για να το εμπεδώσουν οι περαστικοί οδηγοί.

Τον κοιτάζω. Το ξαναδιαβάζω. Μου λεει πως κράτησαν λίγη για τους «καλούς πελάτες». Λες και είναι κάποια μαύρη αγορά. Του απαντώ πως όχι είμαι ΟΚ. Εξάλλου το αυτοκίνητο το έχω μόνο για τις δουλειές της εργασίας μου. Για τα δικά μου, υπάρχει το μετρό. Το ποδήλατο. Οι φίλοι. Οπότε ναι. Μου φτάνει λιγότερο από μισό ντεπόζιτο για αυτές τις δουλειές τις εξωτερικές. Του απαντώ αφήστε μπορεί κάποιος να την χρειάζεται περισσότερο. Είναι καλό παιδί. Αναπνέει αυτό το καρκίνο καθημερινά, με όλους αυτούς τους μαλάκες που στήνονται στις ουρές και τον βρίζουν. Που αργεί. Μήπως και αργήσουν. Στο ραδιόφωνο ο ηλίθιος εκφωνητής του Antenna (θα μου πεις πως τον άκουσες; Κατά λάθος μανία την έχω να αλλάζω διαρκώς σταθμούς). Λεει πως το καλό σε όλο αυτό το «πανικό» είναι πως θα κάνουμε λεει «οικονομία» στη βενζίνη.

Το γεγονός πως για τόσο λίγο, θα δώσουμε ένα διάλειμμα στην μισοπεθαμένη φύση της πόλης. Στα παιδιά μας να αναπνεύσουν λιγάκι. Στους ηλικιωμένους. Σε μας τους ίδιους, τους νέους, τους μεσήλικες, μαλάκες, που στηνόμαστε σε ουρές, μήπως και δεν προλάβουμε το τέλος του κόσμου έτσι μπουρδέλο όπως τον στήσαμε.

Σκεφτόμουν στο παγκάκι, το βρώμικο, στη μέση του βρώμικου πεζόδρομου, στο βρώμικο κέντρο, του βρώμικου Πειραιά, ένα λιμάνι, μιας βρώμικης πόλης, σε μια «βρώμικη» χώρα. Πως τι γυρεύω εδώ και πως πράγματι έφτασα στα όρια της αντοχής μου. Να γαμηθούνε, τι να πρωτο-προλάβω. Πως να εξηγήσω στους ηλίθιους που γεμίζουν τα μαγαζιά λες και έρχεται η συντέλεια του κόσμου αν δεν ψωνίσουμε κάθε Σάββατο πρωί έτσι πανικός, μη χάσουμε το συνολάκι, όσο κι όσο, πάντα ένας γαμημένος πανικός παντού. Πως να εξηγήσω πως πάρε τα πόδια σου μαλάκα να πας στο κέντρο, και μην παρκάρεις το τζιπ το ένα το άλλο σου πάνω σε πεζοδρόμια, πάρε το μετρό. Πάρε το ποδήλατο σου δεν είναι ντροπή. Δεν είναι ντροπή να λες, πως ναι ρε, είναι λίγα τα λεφτά εδώ σ’ αυτό το τόπο για τις τιμές της ζωής. Και πρέπει να κάνω οικονομία, να μην αγοράσω το κινητό το τελευταίο που κάνει 150 ευρώ γιατί απλά δεν με φτάνει ο μισθός. Και δεν είναι ντροπή, να προσέχεις το περιβάλλον σου, δεν είσαι γελοίος αν προσέχεις την ανακύκλωση σου, αν αφήνεις τους πεζούς να περάσουν όταν οδηγείς, αν αφήνεις τους οδηγούς να στρίψουν σε ένα στενό, αν δεν κάνεις σαν υστερικός επειδή ο μπροστά δεν ξεκίνησε στο δευτερόλεπτο που άλλαξε το φανάρι.

Δεν είναι ντροπή να φοράς τα περσινά σου ρούχα, να μην είσαι διαρκώς στην μόδα, να μην κάνεις ακριβές διακοπές. Δεν είναι ντροπή να ομολογήσεις πως υπάρχουν σαφώς προβλήματα σ’ αυτό το τόπο. Δεν είναι ντροπή, και δεν είσαι ούφο, αν πας να καθαρίσεις μια παραλία μια Κυριακή, αν πας να φυτέψεις δέντρα, αν δώσεις λίγο από τον ελεύθερο χρόνο σου να κάνεις κάτι για τον συνάνθρωπο σου. Να κάνεις μια παρατήρηση σε κάποιον που σου φωνάζει δίχως λόγο. Για όλη αυτή τη φασαρία της πόλης αυτής, την οποία δεν αντέχω άλλο απλά.

Δεν αντέχω να είναι μεσημέρι καθημερινής και να είναι τίγκα οι καφετέριες με τριαντάρηδες που σαπίζουν με φραπέ και τσιγάρα, μεσημεριάτικα, για ένα όνειρο της ρέκλας. Και της πάρτης. Ο καθένας για την πάρτη του έτσι έτσι. Και μη ξεχάσεις να πετάξεις τη γόπα σου στο δάπεδο. Ή καλύτερα σε ένα δάσος. Καταπράσινο να το ισοπεδώσεις και αυτό.

Κουράστηκα. Να μην καταλαβαίνουν, έστω οι περισσότεροι, πως αυτή η απεργία είναι ότι καλύτερο συνέβη το τελευταίο χρόνο τουλάχιστο όσο είμαι εδώ. Και μιλώ για τη βενζίνη των πολιτών. Γιατί όσο αφορά τις μεταφορές πρώτων υλών, αν έχουν κρατήσει βενζίνη για εμένα την ασήμαντη. Μη με γελάς πως δεν κράτησαν και για εκείνους. Ανόητα ΜΜΕ, εγκληματίες, αλήθεια, με αυτή τη προπαγάντα την συνεχόμενη τρομοκρατία.

Καθώς την ίδια στιγμή που αναμένεις στην ουρά με το μπιντόν, στην Κίνα, «οι νεκροί ξεπέρασαν τους 12,000." Δώδεκα χιλιάδες νεκροί. Ποιος τη χέζει τη βενζίνη για το ντεπόζιτο μου; Θα πάρω το μετρό. Θα πάρω το ποδήλατο. Θα συναντηθώ με φίλους θα ταξιδέψουμε μαζί. Θα αλληλο-εξυπηρετηθούμε.

Θέλω να φύγω.
Δεν ξέρω τι με κρατάει εδώ.

Απόψε. Ακόμα ούτε και εσύ.

http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_13/05/2008_232412

Edith Piaf - La Foule

Δεν θα σου το τραγουδήσω.

Εγώ.

Sunday, May 11, 2008

Agrypnia - Thanassis Papakonstantinou

Από τα Ιωάννινα. Στο Δαφνί. Από το Δαφνί.

Στο τελευταίο ταξίδι σου.

Από εκεί. Στο βράδυ της Κυριακής.

Θα χαρείς να μάθεις πως δεν φίλησα το χέρι το ιερέα. Έκανα εδώ κι εκεί τον σταυρό μου δεν κατάλαβα καλά κι εγώ δεν σκέφτηκα μηχανικά παρασύρθηκα με το πλήθος. Η λειτουργία, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Δεν θα σου άρεσε νομίζω καθόλου. Θα τους είχες βρίσει και καλά θα είχες κάνει. Εγώ δεν ξέρω, λύγισα με όλο αυτό το κλίμα. Δεν σε πρόλαβα κιόλας. Κι εσύ αναρωτιόσουν άκουσα γιατί χάθηκα. Είμαι μεγάλος μαλάκας πρέπει να στο είχα πει.

Τα παιδιά σου ήταν εκεί. Πρέπει να είσαι πολύ περήφανος. Άντρας σωστός ο γιος σου, περίμενε να τελειώσει αυτή η τελετουργία των επιζώντων στο προαύλιο της εκκλησίας. Έβρεχε κιόλας, και γέμισαν οι γόβες οι μαύρες με λάσπες. Ήμασταν τυχεροί και νιώσαμε λίγη ανακούφιση στην αίσθηση αυτή.
Περίμενα κι εγώ, και για μια στιγμή, ενώσαμε το βλέμμα μας στο κοιμητήριο. Αναπαύονται άραγε οι ψυχές;

Κάποια στιγμή Θα σε βρω μπαγάσα. Και θα καθίσουμε ξανά στο ίδιο τραπέζι. Τις ιστορίες σου από το ναυτικό να με κερνάς. Σε λιμάνια μακρινά, και σε περασμένες εποχές να με ξαναπάς.

Έως τότε. Θα περιμένω εδώ.

Καλό ταξίδι.

Tuesday, May 06, 2008

Alanis Morissette - Hand In My Pocket

Σιγά μη δεν ανέβαζα.

Για να θυμάμαι. Τις παλιές. Καλές;

Καλές!!!!!!!!!!! Εποχές!!!!!!!!!!!!!!

Σιγά μην Κλάψω - Αγγελάκας και Οι Επισκέπτες

Και αν τα έβαζα στο πλάι. Θα έπαιζαν σαν μια λίστα ας πούμε;

Περνάω το στερητικό μου. Πρώτα λες, αυτός τα φταιει. Μετά λες, εμείς τα φταίξαμε. Τελικά λες, εγώ τα φταιω.

Δεν είμαι κομμένη και ραμμένη. Για τέτοια.

Και ούτε θυμάμαι πού έκρυψα: την υπομονή - την ανοχή - τα συναισθήματα - τα διλήματα - το πάθος.

Λάθος.

Monday, May 05, 2008

Tindersticks - No More Affairs

Τελευταίο.

freedom

Αφιερωμένο.

Saturday, May 03, 2008

radiohead - pyramid song - Der Himmel uber Berlin

Υπάρχουν όμως οι Άγγελοι.

Έφυγα.

Wish You Were Here

Πρώτο: Το Σάββατο ξυπνάμε κατά τις έντεκα.

Δεύτερο: Κατά προτίμηση βλέπουμε καρτούν στο κρεββάτι με κρουασάν, σοκολάτα, και γάλατα (μου αρέσει το γάλα).

Τρίτο: Μικροί οι μεγάλοι: Οι πρίγκιπες υπάρχουν μονάχα στα παραμύθια.

Δεν απαντώ πάντα. Τα διαβάζω όμως. Πάντα.

Thursday, May 01, 2008

Πρώτη του Μάη. 2008.


Σου γράφω και είμαστε εννέα λεπτά πριν τις δώδεκα.

Προλαβαίνω δεν προλαβαίνω να σου πω για την πρώτη του Μάη, του 2008. Άκουσα, διάβασα, γνωρίζω, πως πέρασαν σαράντα χρόνια από την θρυλική εκείνη του ‘68. Παρίσι. Εγώ όμως σκέφτομαι το σήμερα πλέον. Εσύ μου λες πως πρέπει να γνωρίζουμε καλά το παρελθόν μας, και τα σχετικά, εγώ όμως αδιαφορώ και αγναντεύω σαν χαζή το κενό. Επειδή ορισμένες στιγμές γουστάρω την πνευματική διαμαρτυρία μου. Είναι η προσωπική μου (α)κινητοποίηση...

Και πράγματι. Το μόνο που σκεφτόμουν σήμερα, ήταν να την βγάλω κάπου με φως, με θάλασσα, και με καλή παρέα. Δεν με απασχολεί, η κινητοποίηση της ΓΣΕΕ, πως λέγεται. Των αντιπροσώπων κομμάτων που εμφανίζονται μονάχα και καλά τάχαμου τάχατε. Που ξέρω πως εντάξει, στις έντεκα συγκέντρωση στο Πεδίο του Άρεως, και στις μία στη ταβέρνα. Κυνική και εγωίστρια. Γουστάρω. Μα τον Χριστό.

Πιάσε τον Μάη.

Αυτές τις μέρες στην Αθήνα βρίσκεται ένας φίλος και συνεργάτης, από το Παρίσι. Και μιας και δεν μας έκατσε το ταξίδι στην Αμοργό, στο οποίο νησί γεμάτος περηφάνια, από αυτή τη μοναδικά γαλλική, την –σχεδόν – σοβενιστική, μου λεει πως εκεί γυρίστηκε το «Απέραντο Γαλάζιο», Le Grand Bleu, το οποίο είδε ουκ ολίγες φορές. Και εγώ του τάζω, πως την επόμενη φορά, θα πάμε σίγουρα κάπου σε ένα νησί από εκείνα όπως στο Απέραντο Γαλάζιο...σε αυτή την απέραντα κατά εκείνον γαλάζια χώρα μας.

Είμαι μια ευτυχής ξεναγός. Και καθώς του εξηγώ τα λίγα που γνωρίζω με ακρίβεια για την πρωτεύουσα μας, τον ευχαριστώ εν μέρη, που στάθηκε αφορμή. Να πιάσω τον Μάη. Και να ξεφύγω από την παρούσα κατάσταση μου, την κάπως βροχερή και μίζερη. Που κανονικά θα ήταν αντικείμενο ψυχοθεραπείας. Αλλά πού να τα βρω τα εκατό ευρω την επίσκεψη, και επιπλέον. Αν δεν γιατρεύουν την σχιζοφρένεια. Σε μένα τι να κάνουν;

Άσχετο λοιπόν.

Περπατάμε κάπου στο Θησείο. Και σταματάει εκείνος σε ένα θερινό σινεμά. Που δεν άνοιξε ακόμη. Και γεμάτος χαρά μου λεει πως είναι άκρως χαριτωμένο, το θερινό σινεμά αυτό «Θησείο» που έχει κόκκινες καρέκλες και είναι έτσι κάτω από τον ανοιχτό ουρανό. Στο Παρίσι μου λεει δεν υπάρχει αυτό. Καλά κι εμείς δεν έχουμε κοινά ποδήλατα ας πούμε, αλλά λέμε τώρα. Το φωτογραφίζει. Κι εγώ γεμάτη περηφάνια, την μοναδικά ελληνική, την –σχεδόν – σοβενιστική, που γνωρίζω επιτέλους κάτι κι εγώ με ακρίβεια, του εξηγώ για τον Καζαντάκη. Για την Μερκούρη και τον Ντασέν. Και κοιτάμε μαζί το πρόγραμμα, και δυστυχώς. Η έναρξη γράφει η αφίσα, είναι στις 8 Μαίου. Και εκείνος επιστρέφει νωρίτερα. Του εξηγώ τα λίγα που γνωρίζω για το έργο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», και σκέφτομαι η ίδια να το δω. Στην έναρξη πιθανά, μόνη. Έτσι στα πλαίσια της τελετουργίας χωρισμού. Από πεταλούδα σε κάμπια, από την κοινή πορεία: στην μοναχική ανεξαρτησία. Και τα λοιπά, και τα λοιπά.

Για το έργο. Όχι θα πας εδώ:

http://sevenfilmgallery.blogspot.com/2008_03_01_archive.html

Σου γράφω, κι επειδή ως γνωστό, δεν ξέρω ούτε πως να κατεβάσω τραγούδια, ούτε πως να τα καταχωρήσω, ούτε τον χρόνο βρίσκω να το κάνω, ούτε ξέρω πως να τα σώσω, ούτε εκτυπωτή έχω για εξώφυλλα. Έτσι λοιπόν, έβαλα κλασσικά Κοέν στον υπολογιστή, επειδή φαντάσου, βαριέμαι να πάω μισό μέτρο πιο πέρα και να ανοίξω ραδιόφωνο, κόκκινη πως είμαι, πιασμένη από τον Μάη, και. Δεν έχει και, είναι όπως όταν παίρνεις φόρα να τρέξεις, και στην έναρξη σκέφτεσαι: Μα αφού δεν βιάζομαι.

Κάτι άλλο ήθελα πάλι να γράψω.

Το είχα σαν σε στυλ πήγα στον ψυχολόγο μου και να πω τα διάφορα μου. Είναι μια δική μου υπόθεση πως το να πας στον ψυχολόγο και να κρατάς μπλογκ είναι περίπου το ίδιο αποτελεσματικό. Ειδικά αν σκεφτείς πως είναι κάτι το μπλογκ σαν ομαδική ψυχανάλυση, απλώς δεν υπάρχει κάποιος συντονιστής ας πούμε. Γιατί εντάξει μπορεί και να μην χρειάζεται ένας τέτοιος...δεν ξέρω έτσι αυθόρμητα λεω.

Αύριο δουλεύω. Καλά δεν νυστάζω. Είναι δώδεκα και τέταρτο. Ενώ γυρνάνε στο μυαλό μου εκατό γαματες σκέψεις, διατυπώνω γενικές ασυναρτησίες, και με συγχωρείς, γιατί ξέρω πόσο αδυναμία μου έχεις. Κατά βάθος.

Πάσχεις από την ίδια.

Κλείνοντας: Γουστάρω πόσο να φοράς ένα παλιό τζην που κρέμεται κάπως πάνω σου, ξυπόλυτος, να γράφεις, λευκός, να γλιστράω πίσω σου, και να μην σηκώνεσαι. Τα δάχτυλα στα σγουρά μαλλιά σου, το δάγκωμα μου, απαλό στις άκρες των αυτιών σου. Οι γεύση σου πάντα αλμυρή, απέραντη, σαν την θάλασσα.
Γουστάρω πως θα κάνει σε λίγο ζέστη, και θα στάζουν αυτές οι σταγονίτσες στα ποτήρια μας σαν τον ιδρώτα μας. Θα μας βρίσκουν τα μεσημέρια μας, σαββατοκύριακα, με αυτά τα παλιά, αγαπημένα, σκισμένα, τζην μας, ακίνητοι στον χρόνο, αδιαπέραστοι. Θα μας πιάνει το φως. Και θα γελάμε δυνατά, κι ας ακουω συνέχεια Κοέν. Εσύ μονάχα ξέρεις, πόσο πολύ αγαπώ το γέλιο, και τον έρωτα σου.

Δε γαμιέται.

Κάποια στιγμή θα με ανακαλύψεις. Και θα καταλάβεις. Πως τόσο καιρό.

Σε περιμένω.

Υ.Γ. Σκέφτηκα σήμερα κατά τις έντεκα γυρίζοντας. Καθώς πάρκαρα το αυτοκίνητο εκεί κοντά στο παλιό σπίτι κοντά στο δικό μου. Πως καλό θα ήταν να γράφω και για κανένα έξυπνο θέμα, όπως ας πούμε έλεγα στον φίλο Γάλλο. Να γράψει για το σύστημα που έχουν στο Παρίσι εδώ και ένα χρόνο, όπου είναι η μοναδική πόλη στο κόσμο, όπου υπάρχει ένα σύστημα κοινής χρήσης ποδηλάτων στην πόλη. Και μου το εξήγησε με την ίδια ακρίβεια, που μου εξήγησε για την φωτογραφική και τις ρυθμίσεις. Κι εγώ φωτογράφισα ένα καντήλι που είχαν στο τραπέζι στον «Αθηναίων Πολιτεία» που μας πήγαν δυο παγωτά είκοσι ευρώ χαλάλι για την θέα, αν κι εγώ του είπα να πάρουμε δυο ξυλάκια να τα φαμε παρακάτω (πότε έγινα τόσο τσιγκούνα; Πότε έφτασε τόσο το κινητό;).

Έλεγα. Να γράφουμε κάτι σοβαρό. Να μαθαίνει ο κόσμος. Να λεει να σήμερα έμαθα για τα ποδήλατα στο Παρίσι. Να σήμερα έμαθα για την σχιζοφρένεια. Να σήμερα έμαθα για την Αλεξανδρούπολη. Και όχι μόνο ασυναρτησίες.

Αλλά το μόνο που μου έρχεται κλείνοντας το υστερόγραφο.

Είναι πως όταν μου στείλει την φωτογραφία με το ραγισμένο καντήλι που φώτιζε σαν άστρο το τραπέζι μας.

Πρέπει να σου την δείξω οπωσδήποτε.

Καλό μήνα. Με αγάπη.

Αλήθεια.


Α και ένα τραγούδι έτσι για την ambience: Your Naked Body - Leonard Cohen.

Και πριν τους τίτλους (στους τίτλους είναι το καλύτερο της ταινίας καθώς παίζει το τραγούδι που διάλεξαν να δέσει το έργο) η φωτογραφία είναι από την ταινία "Sex and Lucia" του Julio Medem, η οποία αν και πολύ προχώ. για μένα. Παρουσιάζει κατά την γνώμη μου ακριβώς αυτό που παθαίνει κανείς, όταν αυτό που τον παθιάζει. Τον καταναλώνει. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αν είναι αυτό το σεξ. Ή αν είναι αυτό η συγγραφή έργων.

Patrick Bruel - Place Des Grands Hommes

Je m'ennuie de toi.

Tout simplement.

Sunday, April 27, 2008

Singing in the Rain

Όταν κολλάς όμως.

Κολλάς.

pasha


Κυριακή του Πάσχα και ζάχαρη αχνή στο μπλε σορτσάκι μου.

Κρυώνω όχι επειδή. Απλά δεν κατάφερα να βγάλω το ποδήλατο ως.

Την Ρεματιά.

Είναι τρις και κάτι το πρωί. Βρίσκομαι και πάλι στο αεροδρόμιο. Σε μια πτήση της KLM. Η αναχώρηση ανακοινώνεται στην πύλη 28. Νομίζω αν θυμάμαι καλά πως πρέπει να ήταν η 28. Δεξιά μετά τον έλεγχο. Κοντεύει τέσσερις. Κρυώνω. Δίπλα μου ένας τύπος διαβάζει ένα άρθρο κάτι αρχαιολογικό από το Science. Ο κοινός προορισμός μας:

Το Άμστερνταμ.

Σκέφτομαι πως είναι φοιτητής. Μεταπτυχιακός. Ίσως και στο διδακτορικό. Δεν είμαι και βέβαιη. Δεν νυστάζω πια. Απλώς. Κρυώνω.

Καταφθάνει το πλήρωμα. Είναι όλοι στα μπλε. Σαν το μπουρνούζι που διάλεξα με την Βενετία. Εκείνο για το κολυμβητήριο. Και είναι όλοι χαμογελαστοί. Σκέφτομαι θα ήπιαν τον καφέ τους. Και θα έφαγαν τα δημητριακά τους. Πιθανά να έκαναν και την πρωινή γυμναστική τους. Θα έβγαλαν περίπατο και τα μικρόσωμα σκυλάκια τους. Διαφορετικά πως;

Χριστός Ανέστη είπαμε; Αληθώς...

Παράθυρο. Αναρωτιέμαι πως εγώ. Που μισώ θανάσιμα τα αεροπλάνα. Βρέθηκα να τα επισκέπτομαι κατά εβδομαδιαία βάση; Είναι μου απαντά το τίμημα της επιλογής σου. Δεν το σχολιάζω. Απογειωνόμαστε. Και εγώ νομίζω πως σε αυτό το σημείο.

Αποκοιμάμαι.

Άμστερνταμ. Διάφοροι κρατάνε κάτι καρτέλες με ονόματα. Ψάχνω το δικό μου. Μάταια. Πλησιάζει οκτώ. Το ραντεβού μας είναι στις εννέα. Και ΟΚ. Ένα χυμό. Και ένα ταξί.

Η συνάντηση μας προχωρά ΟΚ. Δεν είχα το σωστό πρόγραμμα. Δεν είχε τις σωστές εκτυπώσεις. Δεν ήθελα να πιω καφέ. Δεν ήθελε να μου προσφέρει τσάι. Δεν γελάσαμε. Δεν ήθελα να κατέβω για γλυκό. Πρόλαβε να μου δώσει τον δίσκο. Πρόλαβα να καλέσω ένα ταξί.

Πήρα ένα μπλε ποδήλατο. Και με αυτό. Γύρισα τα στενά δρομάκια, ανάμεσα στα πανέμορφα σπίτια και στα κανάλια, του Λαίντεν. Μια παλιά Πανεπιστημιούπολη, όπου οι κραιπάλες γίνονται σε βάρκες σε κανάλια μαγεμένα. Όπου οι ποδηλάτες έχουν προτεραιότητα στα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα: Σχεδόν ανύπαρκτα. Ένας μικρός, αστικός, Παράδεισος. Σκέφτομαι πόσο καλά θα ήταν. Να έφτιαχνες κάτι τέτοιο στο Χαλάνδρι. Στην Αθήνα μας.

Ένα τρένο. Με προορισμό επόμενο:

Τις Βρυξέλες. Σε αυτό το σημείο. Νομίζω πως πλέον σέρνομαι. Του τηλεφωνώ. Είναι με ένα πελάτη και μου γελάει. Εγώ γκρινιάζω. Στα Ελληνικά. Αυτός είναι δεν είναι εξήντα κάτι. Μου θυμίζει τον Άγιο Βασίλη όπως τον είδα τελευταία σε μια διαφήμιση της Κόκα Κόλα. Εκείνος συστήνεται. Με διαψεύδει. Εργάζεται στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης.

Περιμένουμε μαζί το τρένο.

Το οποίο καθυστερεί.

Το οποίο μου εξηγεί κάνει δυο ώρες να φτάσει στις Βρυξέλλες.

Επιβιβαζόμαστε. Κρατάει τις αποσκευές μου. Κάθομαι. Κρατάω το παλτό του. Βαρύ. Αντρικό. Μυρίζει την μοναξιά. Κι εκείνος όμως δείχνει να είναι τόσο επιφανειακά. Ευτυχής.

Το παιδί της το κρατά στην αγκαλιά της. Τα μάτια της είναι κόκκινα. Είναι από κάποια χώρα της Ανατολής. Σκέφτομαι. Την Γεωργία. Δεν είμαι δα και σίγουρη. Μιλάει Γαλλικά με Αραβική προφορά. Σκέφτομαι την Αλγερία. Δεν είμαι δα και σίγουρη. Ο μικρός βήχει. Βγάζει ένα ροζ σιρόπι από τη τσέπη του παλτού της. Το παιδί γλιστράει από την αγκαλιά της. Είναι κουρασμένη. Όσο εγώ. Εκείνη από κάποια πιθανά δύσκολη εργασία. Δεν μπορώ να φανταστώ πως περνάει τις μέρες της. Έξω από το παράθυρο κοιτώ καθώς περνάμε από μια άσχημη γειτονιά. Στις βιτρίνες. Γυναίκες προς ενοικίαση. Κόκκινα φώτα. Τα είχα ακουστά. Κοιταζόμαστε με την συνεπιβάτισσα. Ο μικρός κλαιει. Δεν του αρέσει το ροζ σιρόπι που του δίνει η μητέρα του με το ζόρι.

Μπερδεύομαι στην στάση.

Και πάλι. Βρίσκομαι σε ένα από αυτά τα μεγάλα ταξί.

Με δυσκολία. Χαιρετίζω την κοπέλα στην ρεσεψιόν.

Μου δίνει μια πλαστική κάρτα.

Μου δείχνει την αίθουσα όπου σερβίρεται το φαγητό. Θέλω απλά να πλυθώ. Να κοιμηθώ.

Φτάνω στο δωμάτιο μου.
Είναι όλα διπλωμένα και τακτοποιημένα.

Ανοίγω τις κουρτίνες. Ένα αεροδρόμιο ξανά. Εκείνο των Βρυξελλών.

Δεν σε βρήκα. Δεν σε έχασα. Μα μου λείπεις.

Κυριακή του Πάσχα.

Το γράφει στο Ευαγγέλιο πως την Κυριακή του Πάσχα πρέπει να την βγάλουμε γύρω από κάποιο ζώο που καπνίζει τον θάνατο του; Ήθελα απλά.
Να μείνω για λίγο εδώ.

Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση.

Για όλες τις προσκλήσεις.
Εύχομαι σε όλους. Την Ευτυχία όπως ορίζεται αυτή από τον καθένα. Ξεχωριστά.
Ευχαριστώ τον Θεό.
Που θυσίασε τον Μοναχογιό του.
Για να τον κερδίσει ξανά.
Για όλα όσα μου χαρίζει: Το φως: Τις λαμπάδες που στάζουν στα δάχτυλα σου λευκό κερί. Καθώς μου μιλάς για τις αρχαίες τελετές. Εγώ σου μιλώ για τις γυναίκες που περνάνε μια μέρα στο κομμωτήριο για πέντε λεπτά δημοσιότητας στην Ανάσταση. Ψιλοβρέχει. Καλά που δεν πήγα κι εγώ στο κομμωτήριο.

Γελάς;

Δεν θυμάμαι τι ήθελα ακριβώς να γράψω.

Άρχισα ψάχνοντας το κλειδί για την αποθήκη.

Να καταφέρω να βγάλω το ποδήλατο ως. Την Ρεματιά.

Κι ας μην είναι το Λάιντεν εδώ.

Ακόμα.

Καλό Πάσχα. Σε όλους.

Και στον καθένα. Ξεχωριστά.
(η φωτογραφία είναι από το www.trekearth.com)

Ftina Tsigara - Radiofono ...

Κυριακή του Πάσχα.

Tuesday, April 15, 2008

Yo-Yo Ma plays the prelude from Bach´s Cello Suite No. 1

ΟΚ.

Καμιά φορά θέλεις τόσο να ερωτευτείς.
Που γνωρίζεις.
Κάποιον.
Και τον βλέπεις.
Σαν αυτόν.
Που χρόνια.
Περιμένεις.
Μετά από λίγο όμως.
Ξανά γίνεται και αυτός.
Αληθινός.
Απογοητεύεσαι.
Λυπάσαι.
Δέχεσαι.
Την απόλυτη.
Μοναξιά σου.

Υ.Γ. Αυτές τις μέρες θα με βρεις σε κάποια πτήση. Κανονικά θα σου έλεγα, πάλι καλά που υπάρχει και η δουλειά. Τώρα όμως. Θα σου πω. Πως θα ήθελα τόσο να πάρω το τρένο.

Και να χαθώ σε ένα χάρτη.

Sunday, April 13, 2008

CATASTROPHY.

Καλησπέρα.

Κυριακής μεσημέρι. Ένα κόκκινο σύννεφο. Παραδοσιακές διασκευές ηχούν στον χώρο μου. Θέλω να σου γράψω. Αλλά δεν προφταίνω. Δυστηχώς κινούμαι στα πλαίσια του χειρότερου εχθρού μου.

Του χρόνου. Λάθος. Του εαυτού μου.

Παραθέτω ένα πολύ σωστό μήνυμα. Γνωρίζεις. Είπα να σου το θυμίσω.

Γιατί σε καθένα από εμάς, θα υπάρξει ο πιο συμαντικός ρόλος της ζωής μας.

http://www.voiceyourself.com/03_thoughtsfromwithin/03_movie.php

Friday, March 28, 2008

Το Μπουρνούζι - Το θέατρο - Και το Κέμπεκ

Είναι μία παρά τέταρτο. Νύχτα ξέρεις. Προς της Παρασκευής το ξημέρωμα. Δουλεύω αύριο ναι. Και μην σοκάρεσαι. Θέλω να γράψω και το κάνω. Θέλω να διαβάσω. Και δεν το προλαβαίνω. Αλλά σκέφτομαι. Πως ρε γαμώτο. Κι ας σηκώνομαι στις επτά. Κι ας έχω εκείνο το ραντεβού στην αντιπροσωπεία στις οκτώ. Κι ας μην έχω σιδερώσει το κατάλληλο σύνολο για το γραφείο της Παρασκευής. Κι ας μην πρόλαβα να μαγειρέψω. Κι ας γέμισε η πόρτα του ψυγείου με απλήρωτους λογαριασμούς και προθεσμίες. Ευάγγελος να τον ευχηθώ να θυμηθώ.

Σώθηκε και το νερό στο τσάι. Πως τα κατάφερα;

Jacques Brel – Ne me quittes pas. Ελάχιστο τσάι βουνού στην πράσινη Κινέζικη κούπα μου. Εγώ, το τζην. Τα πιάτα. Το τασάκι της Β. Το πιάτο της Α. Ο καμία κλήση στο κινητό μου. Ένα μήνυμα αν έστειλα ρωτάει εκείνο το γράμμα. Καλά ε;

Θέατρο. Γυρνάω από το θέατρο. Και θέλω να σου γράψω πολύ για το έργο αυτό και είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ. Γιατί ενθουσιάστηκα ξέρεις, σαν μικρή, μικρή. Θα σου πω στο περίπου γιατί είναι και αργά, όπως και να έχει. Έχασα, συμπάθα με, την ηρεμία να γράφω σε όλες τις στιγμές, καλά κείμενα. Καθαρά.

Το μπουρνούζι το διάλεξα κάτι σαν μπλε. Για το κολυμβητήριο ξέρεις. Το δίπλωσα, το τακτοποίησα στην πλαστική σακούλα. Και το άφησα στο δωμάτιο. Η Κ. λεει δίχως σκέψη, μα καμία σκέψη, πως καλύτερα να διαλέξω το blue-black. Μέχρι στιγμής το λένε τρις. Εγώ όμως. Θα αντέξω το κρύο νερό; Αυτό είναι που θέλω να κάνω. Να πειθαρχηθώ. Αρχίζοντας από το κρύο νερό. Με οπαδό το μπουρνούζι. Κάτι σαν άψυχος προπονητής.

Το θέατρο βρίσκεται στην Στοά του βιβλίου. Με το γούρι μας, το μπλε, βρήκαμε να παρκάρουμε και κοντά. Αν και όπως ξέρεις προτιμώ την συγκοινωνία. Αλλά σήμερα, στις καταχρήσεις, είπαμε. Το θέατρο τέχνης Κάρολος Κουν. Σου δίνω και μια διεύθυνση. Έτσι μήπως και σκεφτείς να πας.

http://www.theatro-technis.gr/

Μια ιδέα της Α. Που έχει καλώς διαβάζει και το Αθηνόραμα. Εγώ επιμένω στις ειδήσεις μονάχα, και αυτό τις Κυριακές. Παρασύρθηκα τόσο με το Θιβέτ και το ασφαλιστικό (σε αυτή τη σειρά) που δεν έπιασα τις τέχνες. Εδώ και ‘βδομάδες. Πρωτάρα στο θέατρο;

Πρέπει να είναι το τρίτο μου. Αλλά επί της ουσίας το πρώτο μου. Γιατί.

Τέσσερις ηθοποιοί. Τον έναν μάλιστα τον έχω δει σε ένα έργο. Δεν ξέρω, θυμάμαι δοκίμαζε συνταγές πολλές. Πρέπει να το είδα με τον Κ. Πριν έρθουμε στην Ελλάδα. Στο σπίτι του, όταν τις κατέβαζε από το διαδίκτυο δεν θυμάμαι που τις έβρισκε. Και ήταν τότε σαν μικροί θησαυροί αυτές οι Ελληνικές ταινίες. Και αυτή ήταν καλή. Αυτός ήταν καλός. Καραμίχος μου λένε τα κορίτσια. Πρέπει να είναι κάτι σαν ο ήρωας της υπόθεσης. Ο κύριος πρωταγωνιστής, ο ζαν πρεμιέ που θα έλεγε κανείς. Αν και για μένα. Ζαν πρεμιέ είναι πάντοτε ο ανερχόμενος. Και στην προκειμένη είμαι μεταξύ Λαγούτη (Carlos) και Σαπουντζή. Όχι πως η Παπαδοπούλου (Mercedes) δεν ήταν θεαματική. Αλλά νομίζω πως ο Λαγούτης κυρίως. Μπορεί και με τις σωστές κινήσεις. Να σου πει. Πολλά. Ο καθένας από τους τέσσερις τους δηλαδή. Ο καθένας με τον ξεχωριστό τρόπο του, εξίσου αξιόλογο όμως.

Καθόμαστε. Πρώτες θέσεις. Δεν σου λεω πως μας ‘κατσαν οι πρώτες θέσεις γιατί θα μου πεις στο ψητό ΆNνα στο ψητό. Τρις θέσεις. Στην άκρη. Εγώ είχα κάπως την κολώνα. Αλλά. Στην έξοδο τον ηθοποιών το τρέμουλο που έκανε το ξύλινο δάπεδο καθώς τον θρίαμβο τους με βήματα αεράτα περνούσαν. Το ένοιωσα. Και άξιζε την κολώνα. Έτσι κι αλλιώς δεν έκοβε δα την σκηνή. Υπερβολές.

Αρχίζει ο Καραμίχος (Fernando?). Που δεν θυμάμαι το έργο που έκανε τον μάγειρα και μου την έχει δώσει έτσι; Πως είναι σήμερα η παγκόσμια ημέρα του θεάτρου. Και διαβάζει ένα κείμενο του Robert Lepage. Ο εν λόγω, είναι γνωστός σκηνοθέτης, συγγραφέας, από το Κεμπέκ. Έμαθα, διάβασα, και μπορεί και να έπαιξα στο γυμνάσιο έργα του. Πολύ γνωστός. Και κυρίως θα έλεγα. Μελαγχολικός. Μια σκοτεινή φυσιογνωμία. Παραθέτω λοιπόν και για εκείνον λινκ. Λεω μήπως θέλεις να διαβάσεις.

http://en.wikipedia.org/wiki/Robert_Lepage

Το ψητό.

Το κοινό σωπαίνει δειλά καθώς ο Καραμίχος διαβάζει ένα κείμενο του Lepage για το θέατρο. Για την ημέρα την παγκόσμια. Μια μέρα για το κάθε τι έτσι;

Κάνει ζέστη. Αλλά εγώ νοιώθω καλά. Εξάλλου έχω και το μπλε μπουρνούζι έτσι. Για την προπόνηση το οποίο δεν αποφάσισα ακόμα αν θα το αλλάξω με το blue-black.

Τέσσερις ηθοποιοί. Τους άλλους δεν τους γνωρίζω. Αλλά δεν έχω δει και πολύ Ελληνική τηλεόραση στη ζωή μου. Και στο θέατρο. Πρωτάρα. Μου λένε πως είναι όλοι τους γνωστοί. Παίζουν καλά. Τους υποψήφιους για μια θέση στελέχους σε μια πολυεθνική εταιρεία. Και είναι το σκηνικό λιτό. Και είναι πολύ κοντά σου οι ηθοποιοί. Και είναι λες και είσαι στη σκηνή μαζί τους ένα πράγμα. Τα βήματα τους σου λεω, τα νοιώθεις στα δικά σου πόδια, που κρατάς σταυρωμένα στα χαμηλά καθίσματα. Και κάνει ζέστη ναι. Αλλά είσαι καλά.

Το θέμα είναι επίκαιρο. Το κοινό νέο πολύ. Και χαίρομαι ιδιαίτερα. Σκέφτομαι πως είναι φοιτητές δραματικής. Και χαίρομαι ιδιαίτερα. Ίσως εμείς να είμαστε τα μοναδικά στελέχη μιας πολυεθνικής στην αίθουσα. Ας την λέμε πολυεθνική. Θα μπορούσαμε να την πούμε κάτι άλλο. Αλλά λόγω ανωνυμίας, και ταύτισης πραγματικής με το όλο έργο. Και είμαστε με τα πόδια μας σταυρωμένα. Εγώ άνετη. Η Α. Μου χαρίζει εδώ κι εκεί γελάκια. Την Β. Δεν την φτάνω να την δω. Είναι σε απόσταση ανάσας οι ηθοποιοί. Και κοιτούν. Μια το φως.

Μια τα πρόσωπα μας. Άραγε διακρίνουν και τις δικές μας εκφράσεις όσο εμείς τις δικές τους;

Επιμένω σε κάποιες χαρακτηριστικές για μένα στιγμές.

Η σκηνή όπου ο Fernando αποκαλεί όλους τους ψυχολόγους άχρηστους, ή βλαμμένους, δεν θυμάμαι, κάτι σε αυτές τις γραμμές. Πιστεύω λεει πολλά για την συνέχεια. Η σκηνή όταν κτυπά το κινητό της Mercedes και ακολουθεί ένα διάλογος περί εύθηνης. Πιστεύω πως ακόμη και αυτός μιλάει πολύ για όσα ακολουθούν.

Το γεγονός πως στους τέσσερις η μια είναι γυναίκα. Η οποία σε αφήνει κατά την διάρκεια του έργου να πιστέψεις πως είναι ευαίσθητη, συναισθηματική. Πως ακόμα και αυτός ο χαρακτήρας της, σε αντίθεση με την σκληρότητα, και τον ανδρισμό, που αφήνει να υπονοηθεί ο ήρωας που παριστάνει ο Fernando αν θυμάμαι σωστά το όνομα του. Δείχνει πολλά για την συνέχεια του έργου. Όλα δηλαδή, σχεδόν όλα, δένουν εκπληκτικά στο τέλος, και πιστεύω πως αν δώσεις σημασία στις λεπτομέρειες αυτές κατά την διάρκεια του έργου. Θα πιάσεις πολύ καλύτερα το μήνυμα του. Το οποίο περνάνε άψογα τα παιδιά.

Άποψη μου έτσι. Δίχως κυνικές αηδίες κρητικών. Εγώ πέρασα φίνα. Πως να σου το πω. Φεύγοντας, σκέφτηκα πως όλος αυτός ο μύθος που πλάθουμε γύρω από τους ηθοποιούς δεν είναι παρά μάσκες. Δηλαδή, εκείνοι, είναι μικροί, δίχως τον θεατή. Την ανταπόκριση του έργου. Στον θεατή έτσι. Είναι όπως εμείς. Τρία στελέχη μιας πολυεθνικής. Παράγουμε και οι δυο διαφορετικές μορφές τέχνης. Είναι μεγάλη συζήτηση αυτή. Ίσως και να τους χαίρομαι πολύ που σκέφτομαι πως. Ζούνε μια ελευθερία. Την οποία θα ήθελα - ίσως - να ζω η ίδια. Βεβαίως. Ξέρω πως εγώ δεν καταλήγω κρατώντας την αποτυχία και τα δάκρυα μου στις παλάμες μου. Ξέρω πως επιλέγω την ζωή μου διαφορετικά.

Περνάω σε ένα παρασκήνιο. Το φως είναι ακόμη ζεστό. Κίτρινο σχεδόν, και όχι λευκό. Νομίζω πως βλέπω ανθοδέσμες, ή θα ήθελα μάλλον να τις βλέπω. Ένας από τους ηθοποιούς βιάζεται να φύγει. Είναι οδηγός μιας μηχανής. Όπως τόσοι που περνάνε δίπλα μου καθημερινά. Και τον συγχαίρω. Είναι μια φυσιογνωμία που δεν νομίζω να λειτουργεί δίχως την μάσκα του ρόλου. Κι εγώ στον ρόλο τον δικό μου, προσπαθώ να κάνω μια επαφή. Αλλά επί της ουσίας. Είναι η περιέργεια του παρασκηνίου. Όπως τρύπωσαν κι εκείνοι απόψε. Στα δικά μας καμαρίνια της μεγάλης εταιρείας που περνάει ένα μελλοντικό στέλεχος από συνέντευξη.

Στη τελική. Όλοι ρόλους υποδυόμαστε.

Πάντως. Αν μπορώ να πω πως έλειψε κάτι από όλο αυτό. Ήταν η μουσική.

Νομίζω πως για να αντέξεις. Στις συνεντεύξεις. Στα καθημερινά ψυχολογικά παιχνίδια. Χρειάζεσαι ένα πολύ καλό soundtrack.

Και μια πολύ καλή παρέα.

Εγώ ευτυχώς.

Έχω και από τα δυο.

Να το δεις. Αξίζει.

Το δικό μου τραγούδι;

http://www.youtube.com/watch?v=fox-ja7YDSw&feature=related

Γιατί όλοι μας έχουμε στόχους. Τολμάς;

Tuesday, March 18, 2008

Kazım Koyuncu - Ben Seni Sevduğumi

Ben Seni Sevduğumi = That I love you, in dialect from a Turkish region of the Black Sea.

Wednesday, March 12, 2008

Τρίωρη. Στάση. Εργασίας.

Σήμερα.

Δεν.

Πήγα.

Στο.

Γραφείο.

Πάμε μια βόλτα στο Μοναστηράκι, να είναι κλειστά τα μαγαζιά, να χαζεύουμε τις βιτρίνες, να με πιάνεις από τη μέση, να σου κρατώ το χέρι, λευκό, να γλιστρώ μες το μαύρο παλτό σου, να χαμογελάς σαν άγγελος, η εικόνα μας, αιχμάλωτη σε ένα ραγισμένο καθρέπτη μπρούτζινο, σπασμένα μεγάφωνα να ηχούν την σιωπή μας, και να χαθούμε εκεί κοντά στα παλιατζίδικα.

Διαφορετικά.

Ανοίγω τον σωλήνα στο μπάνιο.

http://www.youtube.com/watch?v=aWerIAspuGU&feature=related

Sunday, March 09, 2008

Σβήσε το Φως.

Κυριακή.

9 Μαρτίου.
Μια μέρα μετά την Ημέρα της Γυναίκας.
Μια μέρα πριν την Καθαρά Δευτέρα.

Διακοπές Ρεύματος.
Ρούχα που πλένονται στο χέρι.
Κεράκια που λιώνουν.
Σχέδια που αλλάζουν.
Μια ξαστεριά που θυμίζει την ομόρφια της.
Σκοτάδι ναι.
Και όμως.
Εγώ ζήτησα.
Να σβήσεις το φως.

Χαλάνδρι.
Να μην χτιστεί το Νομισματοκοπείο.
Ένα μεγάφωνο.
Στολές.
Μια γυναικεία φωνή.
Μια γυναικεία κραυγή.

Το σακάκι μου διπλωμένο στην καινούργια δερμάτινη (sic) τσάντα μου.
Μια αγορά που άργησε πέντε έτη.
Απολογούμαι και πάλι με δικαιολογώ.
Αποχωρώ γλυκέ μου είμαι εγώ για πιο ήσυχες καταστάσεις τα μεσημέρια της Κυριακής.

Μεσημέρι μες το φως.
Άνοιξη στις αμυγδαλιές.
Λευκό με κόκκινο εδώ κι εκεί πινελιές.
Μου χαμογελούν τα κλαδιά της.
Ανταποκρίνομαι κάτω από τα μαύρα γυαλιά μου.
Σε δυο αποχρώσεις γιατί είναι η νέα τάση κατά Φαίνιας.

Τριήμερο.
Σκέφτηκα να μαζευτώ λιγάκι.
Οι μέχρι στιγμής απώλειες:
1 - τα τσιμπιδάκια που γλίστρησαν στον νεροχύτη του μπάνιου
2 - η δεξιά μπότα μου που σκίστηκε σε ένα πεζόδρομο όπως χάζευα και πιάστηκε κάπως.
3 - δυο λευκά ρούχα που είπα να πλύνω με τα μαύρα (μπα σιγά που θα ξεβάψουν).
4 - το σφράγισμα που κατάπια κατά λάθος δοκιμάζοντας το χθεσινό φαγητό που ετοίμαζα για τον.

Για το 1. Σε λίγα λεπτά σκέφτομαι να ανοίξω τον σωλήνα με τη βοήθεια της τεχνολογίας, κοινώς μια πετσέτας και του κουβά για τα νερά, γιατί αρνούμαι να δεχτώ άλλη μια ήττα από τον διαχειριστή που θα μου πει: «κορίτσι μου, να καλέσεις τον ιδιοκτήτη». Πόσο δύσκολο να είναι να ανοίξω τον σωλήνα της βρύσης;

Για το 2. Τσαγκάρης καλώς την Τρίτη (πως τα βαριέμαι αυτά). – Απέραντη θλιμμένη Ανταρκτική στο playlist μου.

Για το 3. Τα έβαλα στη χλωρίνη. Δε βαριέσαι. Καλά που δεν ψωνίζω στα ακριβά. Να θυμηθώ (λέμε τώρα), να μην το ξανακάνω.

Για το 4. Εδώ το χειρότερο. Να πάρω τη ξάρδεφη οδοντίατρο να το κοιτάξει. – ‘Έγινε η απώλεια συνήθεια μας. Απλά κορυφή.

Σκέφτηκα να μαζευτώ λιγάκι.
Και έτσι πήγα και ψώνισα στο σουπερμάρκετ τα διάφορα νηστίσιμα μου. Με το σκεπτικό πως όλο και κάποιος θα περάσει για φαγητό. Μέχρι στιγμής έφαγα 300γρ χαλβά με κακάο και αμύγδαλα.

Στις απώλειες τριημέρου να προσθέσω.

5 - τη σιλουέττα μου (σώθηκες).
6 - τη σχέση μου (βλ. σώθηκες).

Σκέφτηκα. Πως ο έρωτας. Σβήστο. Η ευτυχία. Σβήστο. Η συνύπαρξη με το αντίθετο φύλλο, με κίνητρο τον έρωτα, με στόχο την ευτυχία, δεν είναι παρά μόνο μια εφήμερη.

Αυταπάτη.

Και επανέρχομαι στις προηγούμενες πεποιθήσεις μου.
Πως δεν λειτουργώ σε μια σχέση προ πολλού. Δυστυχώς. Δεν το λεω με περηφάνια. Περήφανη ένοιωσα για τον Γιώργο όταν έγραψε επιτέλους μια σωστή ολοκληρωμένη πρόταση. Για τη μητέρα μου όταν έκανε πίσω στον εγωισμό της. Για την προην-προϊστάμενη που υπερασπίστηκε τα δικαιώματα νεο-σύλλεκτων. Γιατί μόνο τάγμα θυμίζει ορισμένες φορές ο εργασιακός μου χώρος. Περήφανη για εκείνους που προστατεύουν τους αδύναμους. Που υπερασπίζονται τα πιστεύω τους.

Περήφανη για την δυσλειτουργία μου σε μια σχέση; Καθόλου. Και το γράφω για να μου φύγει από πάνω μου. Για να μη πάρω τον. Και να του το πω, σαν μια δήλωση στα σποτάκια των ειδήσεων. Μέσα σε ένα λεπτό το στίγμα της ημέρας. Και να μου απαντήσει πως γκρινιάζω. Πως δεν τρέχει τίποτα. Και πως ψοφάω για μελόδραμα.

Μπορεί.
Αυτή όμως είναι η λάθος απάντηση.
Δεν έχασες εκεί.
Στις φωνές έχασες.
Τις οποίες δεν μπορώ να ανεχτώ.
Εδώ και χρόνια.

Γυρνάω από την κεντρική του Χαλανδρίου.
Και περνάω από κάτι νυσταγμένα σοκάκια που θυμίζουν το ’80 καλοκαίρια.
Έτσι έρημα. Σαν να χάθηκαν όλοι μέσα στο φως που λούζει τα πάντα.

Η μπαλάντα της Φωτιάς – Εντάξει κατέβασα τα αγαπημένα μου.

Στο κεφάλι μου βουίζει ακόμα το μεγάφωνο.
Αλλά δεν μου φταιει αυτό.
Δεν ξέρω τι μου φταιει.
Νομίζω πως απλά.
Μου φταιω εγώ.

Σταματώ σε ένα ξαφνικό ψιλικατζίδικο.
Ζητάω την καθημερινή. Την διαλέγω με το ένθετο με τα δώρα (δώρα τρόπος του λέγειν καθώς πληρώνονται κανονικά για σκουπίδια) αν και δεν το συνηθίζω. Απλά δείχνει καλό το περιοδικό «ο γαστρονόμος» με αφιέρωμα στα σαρακοστιανά. Απάτη δηλαδή, επιβεβαιώνομαι ξανά πως δεν υπάρχει τίποτα που να κάνει το ένθετο με τα δώρα να αξίζει. Για το Κ της Κυριακής είναι κάθε φορά, σχεδόν κάθε φορά. Μια πολύ καλή και προσεγμένη δουλειά.

Τι έλεγα;

Διαβάζω στην Κ. Πως η ψιλικατζού έκλεισε το blog της. Έχει μάλιστα και μια φωτογραφία της. Μια γλυκιά κοπέλα με μαύρα γυαλιά που θυμίζουν τα δικά μου τα καινούργια που άργησαν πέντε έτη να αγοραστούν.

Το βράδυ. Στο Άλσος Παπάγου. Συναυλία APURIMAC. Ελεύθερη είσοδος.

Θα είμαι εκεί.

Κάτι διαφορετικό ξεκίνησα να γράφω.
Συμπάθα με.
Πέρασε αρκετός καιρός.
Και μου βγαίνουν δύσκολα οι λέξεις.
Εδώ και μέρες την βγάζω στον καναπέ.
Εθισμένη στο θέαμα της νύχτας πριν αποκοιμηθώ.
Ξέχασα την αίσθηση του στρώματος.
Είναι και αυτός ο πονόδοντος.

Καλά κούλουμα.

Ας πούμε πως χαμογελώ.


Η φωτογραφία έχει τίτλο "Big Belly" του μέλους este-gallery, deviantART.com

Sunday, January 20, 2008

I've been thinking.

http://www.youtube.com/watch?v=l3IRnJYLHhU
Text to follow...

Πρέπει να έπαιξε αυτό το τραγούδι εκατό φορές τις τελευταίες μέρες.

Θυμάμαι μια εποχή που ήθελα να μάθω μοντέρνο χορό.

Νομίζω πως το μοναδικό που συγκρίνεται με την ελευθερία που προσφέρει αυτός ο χορός είναι ο. Θάνατος.

Χρειάζομαι κάποιες μέρες να συνέλθω.

Νομίζω πως είμαι.

Ερωτευμένη.

Sunday, January 13, 2008

Βέδα.

Σε φιλοξενώ για λίγες μέρες στο σπίτι μου.

Στο μπάνιο και στην κουζίνα που λερώνεις διαρκώς.

Στα παπούτσια, στα ρούχα, στα ριχτάρια και στα χαλιά που δαγκώνεις παίζοντας.

Στους νυχτερινούς εφιάλτες σου που μας ξυπνάνε σαν ξυπνητήρια ελβετικά στις τέσσερις το πρωί ακριβώς.

Στο φαγητό που δεν τρως.

Στο γάλα που πίνεις με λαιμαργία και αποβάλεις απευθείας.

Στη ζεστασιά που ψάχνεις στο κορμί μου τέσσερις με πέντε καθημερινά ξημερώματα.

Στην απόφαση σου να κοιμηθείς επιτέλους κατά τις επτά και μισή όταν ξυπνά η δική μου μέρα.

Στον κτηνίατρο σου που έφερε τα έξω μέσα έξω μου. Και το φαγητό του που μονάχα εκείνο προτιμάς.

Στα απογεύματα που τρέχω να προλάβω μήπως και σε πήραν είδηση οι γείτονες μου.

Στους φίλους και γνωστούς που παρακαλώ να καλύψουν τις επαγγελματικές απουσίες μου.

Σε φιλοξενώ επειδή είσαι ένα μωράκι. Που κάποιος ανόητος άφησε σε ένα διάζωμα στον κεντρικό της Εύβοιας. Που άλλος έφερε στο σπίτι μου Δευτέρα βράδυ. Επειδή είπα πως θα κάνω ότι μπορώ για σένα κι ας μην έχω τον χρόνο, τον χώρο, και τα μέσα.

Η αλήθεια είναι πως θα σε αφήσω και εγώ.

Μόνο που δεν ξέρω ακόμα. Πού. Πότε. Και πως.

Συμπάθα με. Δεν είμαι όσο δυνατή όσο εσύ.

(Maisy's Puppies - by Hannah - DeviantArt)

Sunday, January 06, 2008

ZoO.


Picture titled "Fast slow living" by skankinmonkey from deviantART.
Text to follow...
Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Σκέφτεσαι επέζησα τον σεισμό. Και τώρα τί; Βρίσκεσαι απότομα σε ένα κρεβάτι που τρέμει. Είναι νωρίς και σκέφτεσαι αυτό ήταν. Δεν έκανα εφιάλτες δυο νύχτες και τώρα αυτό. Ένας ζωντανός εφιάλτης και φωνάζεις το όνομα του τρομαγμένη. Δεν ξέρεις, αν είσαι στον ύπνο ακόμα, αν είναι αλήθεια ή αν αυτό είναι πάλι στα πλαίσια κάποιας φαντασίας σου. «Άννα σεισμός είναι, θα περάσει». Και ξαφνικά όπως άρχισε, σταματά. Και είναι όλα πάλι ακίνητα. Το κρεβάτι σου, οι σκέψεις σου, κι εσύ. «Ξάπλωσε κοντά μου». Του το ζητάς.

Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Είναι Κυριακή και δεν έχεις να πας πουθενά. Έχεις αφήσει το μπάνιο βρώμικο από ‘βδομάδες, πετσέτες παντού και ρούχα που περιμένουν το νερό, το σαπούνι, και αυτό το κάδο που τα πάει γύρω, γύρω. Πιάτα στιβάδες στην κουζίνα, και οι χθεσινές γαρίδες κάπου εκεί. Μαύρο αίμα, κόκκινο αίμα, στον νεροχύτη, το μαχαίρι εκεί. Οι σακούλες εκεί. Το ημερολόγιο στραβό. Το Άζαξ, η χλωρίνη, τα κίτρινα γάντια σου. Ρίχνεις μια ματιά στο σαλόνι, στη μέση η βαλίτσα, ακόμα άθικτη από το ταξίδι που έκανες στη Πράγα, ανοιγμένη μόνο στο πλάι, ίσα να βγάλεις τα είδη μπάνιου. Αν κάπνιζες, θα ήθελες πολύ τώρα να κάνεις ένα τσιγάρο.

Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Κρύο, πολύ κρύο σκέφτεσαι καθώς τραβάς τις κουρτίνες και πλημμυρίζει το δωμάτιο φως. Είναι μεσημέρι. Είναι Κυριακή. Στο γραφείο ο υπολογιστής της δουλειάς. Οι εργασίες που υποσχέθηκες στον εαυτό σου πως θα ετοιμάσεις για την Δευτέρα. Οι άλλες που έφερες για τις γιορτές ακόμα εκεί. Ένα μπλε ντοσιέ. Ένα πορτοκαλί. Ένα λευκό ντοσιέ. Σελίδες. Εκκρεμότητες. Και όλα όσα καθυστερείς. Το ζώδιο σου λεει πως δεν θα τις προλάβεις. Παντού όπου κοιτάς δουλειές με φούντες. Αν κάπνιζες. Εδώ θα έκανες το δεύτερο τσιγάρο.

Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Σέρνεσαι στο σπίτι μέχρι τη κουζίνα να βάλεις ένα ποτήρι νερό. Ακόμα και αυτό, πλαστικό από το μπουκάλι απευθείας. Θυμάσαι το ραντεβού στις δυο. Αυτός είναι φυσιολογικός. Τηλεφωνεί και η μαμά σου να σου διηγηθεί για την γριούλα που γνώρισε στο σουπερμάρκετ και μόνη της ρωτούσε τον κόσμο ποια μπισκότα να διαλέξει, να σου πει εν ολίγοις, κοίτα μην καταντήσεις έτσι Άννα. Να πας στο ραντεβού σου αυτός είναι ο φυσιολογικός. Την σιγουρεύεις πως ΟΚ θα πας. Κρατιέσαι να μην βρίσεις. Βάζεις λίγη μουσική. Το δυναμώνεις τέρμα σχεδόν. Κοιτάς το ρολόι τοίχου για το οποίο πέρασες δυο ώρες την χθεσινή μέρα να χτυπήσεις ένα καρφί στον τοίχο που σπάει ο σοφάς και δεν καταλαβαίνει ο μάστορας στο Χαλάνδρι πως φταιει ο τοίχος, όχι το σφυρί, και σου φωνάζει και ο πατέρας σου που τόσα χρόνια δεν έμαθες. Να χτυπάς ένα καρφί. Σιγά και σταθερά για να μη φύγει ο σοφάς. Και είναι και το ρολόι πολύ ψηλά. Και το ημερολόγιο στραβό. Και ο μισός σοφάς σπασμένος. Και σκέφτεσαι. Πως αν κάπνιζες. Θα έκανες τώρα ένα τρίτο τσιγάρο.

Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Με το όνομα του στη σκέψη σου. Με φτερά αγγέλων στην φαντασία σου. Λευκά. Μαύρα δεν διακρίνεις χρώματα. Παντού φωτογραφίες. Σκορπισμένες στο κρεβάτι σου, όπου κρύβεται ένας γάτος. Μικρός. Τρυφερός. Γλιστράει μέσα από το πάπλωμα σου και σου γελάει πίσω από τα μουστάκια του. «Φέρνω τα Όνειρα σου» ψιθυρίζει στο αυτί σου. Είναι ευχάριστη πολύ η έκπληξη του και ξαφνική. Μυτούλες που τρίβονται παιχνιδιάρικα, κάτω από σεντόνια λευκά. Μαύρα. Δεν διακρίνεις χρώματα. Στο δωμάτιο απλώνεται ένα άρωμα γλυκό. Σαν κήπος με γαρδένιες, Ινδικός εξωτικός, κοιτάς από το παράθυρο και έχει τόσο απίστευτο φως. Είναι Κυριακή. Δεν έχεις να πας πουθενά. Στο τζάκι καινε ακόμα ξύλα από χτες. Είναι ζεστά. Όλα είναι καθαρά και στη σειρά τους. Στο γραφείο σε μια τάξη όλες οι εργασίες που χρωστάς έτοιμες να παραδοθούν την Δευτέρα. Χαμογελάς με την εφορία της στιγμής. Και σκέφτεσαι.

Καλά που δεν καπνίζεις.

Sunday Feeling

Σήμερα Κυριακή.

Ξυπνάω με σχετικά άγριες.

Διαθέσεις.


Ο πειρασμός:

http://www.youtube.com/watch?v=l7uPsrtKIwU

Και στην αυθεντική του:

http://www.youtube.com/watch?v=qTKgK70nhJ4

Για τους κολλημένους:

http://www.youtube.com/watch?v=9uiteAHxDfA


Την επιφώτηση μου.

Και τα Χρόνια Πολλά στους Εορτάζοντες.

Thursday, January 03, 2008

EliZaBEthtown - RoaD TRip




The Key to LiFe is The VoyagE



ThE Key to THe VoyaGe is To Have THe Right SounDtrack



ThE keY to THe RIghT SouND is to Play It




LOUD!!!!!!!!!!!!!



Tuesday, January 01, 2008

Τα γραπτά που 'δεν' μένουν.

Καλημέρα. Καλησπέρα. Καλή Χρονιά. Μας εύχομαι.

Πέρασαν κοντά έξι ώρες που σκέφτομαι. Και αναρωτιέμαι τι ακριβώς να γράψω. Κυρίως γράφω για τον Δημήτρη, σταθερό και μοναδικά εκλεκτό αναγνώστη, σχολιαστή έστω, και πιθανό μελλοντικό δάσκαλο κιθάρας. Ευελπιστώ χαμογελώντας σου. Κλασσικής μόλις βρω τον χαμένο χρόνο μου. Καλά εντάξει ίσως και ακουστικής. Προτιμώ τις ελαστικές χορδές της κλασσικής από εκείνες τις ψυχρές μεταλλικές της ακουστικής, όσο κι ας είναι μελωδικές. Διόρθωσε με.

Πέρασαν τέσσερις ώρες κοντά που αποκοιμήθηκα στον καναπέ μου, λίγες ώρες μετά την αρχή του Νέου Έτους. Ροζ σαμπάνια, από τις γαλλικές τις ακριβές, γιατί στο μπαλκόνι στα Πατήσια όταν φωνάζεις «Χρόνια Πολλά» ακούγεται ο αντίλαλος σου τουλάχιστον σε δυο, τρία, τέσσερα αντίστοιχα σπίτια στους γειτονικούς ορόφους. Και φτάνει έτσι η ευχή σου, όπως διαβάζονται οι νότες σε ένα μουσικό τετράδιο, μέχρι την Ακρόπολη θαρρώ, όπου κάπου προς εκεί μου είπες να κοιτάξω. Τα βεγγαλικά της αλλαγής μήπως δω.
Νομίζω πως διέκρινα κάποια ναι φώτα από το μπαλκόνι της, αν και, έτρεμα εγώ, έτρεμε και το βλέμμα μου, τόσο μες το σοβαρό αυτό μαύρο φόρεμα των δεξιώσεων, τον υψηλών ποτηριών, των καναπέδων, και των σαμπανιών. Από τις ροζ, τις γαλλικές, τις ακριβές.

«Σε τι απαντάς;»

Διερωτήθηκα ξανά και ξανά στρίβοντας το τιμόνι μου χαμένη κάπου στο Γουδί, νύχτα ήταν, η βροχή είχε σταματήσει, ο χρόνος είχε αλλάξει, το τηλέφωνο μου είχε χτυπήσει. Κι εγώ το είχα απαντήσει...

Πριν μερικές μέρες ήμουν στην Πράγα. Ήθελα να σου γράψω για το ταξίδι μου αυτό, αλλά δεν ξέρω το πως και το γιατί, αλλά από την στιγμή που γύρισα, μονάχα διαλογίζομαι, και κοιμάμαι. Θα ξαφνιαστείς πιθανά, ίσως και πάλι να με έχεις συνηθίσει έτσι όπως επικεντρώνομαι πάντα στις γκρίζες ζώνες της πραγματικότητας μας. Αυτό που με άγγιξε ιδιαίτερα στην Πράγα, στην όμορφη προσθέτω Πράγα, ήταν η συνοικία των Εβραίων. Δεν ξέρω το πως και το γιατί, αλλά αυτό που μου έμεινε σαν καθαρή ανάμνηση, γεύση της πόλης, ήταν αυτό που αισθάνθηκα εκείνο το πρωί Σαββάτου, που έκανε κρύο και φεύγαμε. Που πάγωσαν τα δάκτυλα σου μέσα στα γάντια σου και το κοντό μπουφάν σου. Του νεκροταφείου το λουκέτο. Μια καφέ επιγραφή. Το καφέ του Κάφκα. Και η συνοικία.


Με ψίθυρους χάιδευαν εκείνες το αυτί μου, τυλιγμένη όπως ήμουν στο μαύρο κασκόλ, κάτω από το λευκό, κοντό παλτό μου. Μέσα από τα διαμερίσματα τους γλιστρούσε ο αέρας του παρελθόντος, και έφταναν σε μένα τα λόγια, η γραφή τους. Έφτανε σε μένα η πιθανότητα του «ίσως», έτσι όπως γυρίσαμε το τετράγωνο δυο φορές ψάχνοντας απεγνωσμένα παγωμένες για το μετρό. Και ανησυχούσα πως κρύωνες, και συνάμα. Ένοιωθα ένα κόμπο στη καρδιά μου, στην μελαγχολία της γειτονιάς αυτής. Του Κάφκα, και της πιθανότητας του μέλλοντος που δεν υπήρξε.

Για το ταξίδι δεν θα σου γράψω άλλα όμως, γιατί σήμερα είναι η αρχή, και ήδη προγραμματίζω το μετά. Αυτά τα χαζά που κάνουμε την πρώτη του μηνός, με τις υποσχέσεις πως δεν θα φαμε τόσους κουραμπιέδες, πως θα ξυπνάμε νωρίς, δεν θα βρίζουμε από μέσα μας αυτούς στους οποίους αναγκαζόμαστε να χαμογελάμε δαγκώνοντας τα χείλη. Πως θα οργανώσουμε τον χρόνο μας, και πως θα βρεθεί κάποιο περιθώριο για μια προσωπική ζωή, όπου θα θριαμβεύουν τα πάθη μας και οι αναζητήσεις μας. Οι πολιτιστικές, οι αθλητικές και οι κοινωνικές ανταλλαγές μας. Πως θα είμαστε καλύτεροι από πέρσι, με λιγότερες ήττες, με περισσότερες νίκες, προσωπικές, ομαδικές. Θα σταθούμε στον αδύναμο συνάνθρωπο μας, θα σταθούμε στο ύψος του ονόματος μας.

Σαν αγάλματα λευκά.

Σαν αγάλματα μπρούτζινα.

Σαν αγάλματα από το υλικό εκείνο της Βοημίας που θυμίζει μαύρο μάρμαρο.

Ευχές.

Πολλές.

Δυο χιλιάδες και οκτώ για την ακρίβεια...





Και ένα τραγούδι.

Είναι μια μορφή διαλόγου στην οποία συνήθως.

Απαντώ.

http://www.youtube.com/watch?v=uHdNCHomHlU