Sunday, January 04, 2009

ΤΙΚ. ΤΑΚ.


ΠΩΣ

αρχίζεις ένα κείμενο όταν δεν διάβασες τίποτα για μήνες. Όταν δεν έγραψες τίποτα για μήνες. Ξεχασμένα σκίτσα εδώ κι εκεί. Έργα που ξεκίνησα πριν χρόνια και τα άφησα στη μέση, σε κιτρινισμένες σελίδες, μολύβια, σειρές από σκέψεις, πεταμένη τέχνη. Δεξιά, αριστερά. Ξεχασμένη σε κούτες κλεισμένη και μια φωτογραφία μου παλιά.

Με κοιτάζω και σκέφτομαι πως ήμουν χαριτωμένη αρκετά. Τότε βέβαια δεν το έβλεπα όπως δεν το βλέπω και τώρα άλλωστε, τί πράγμα και αυτό η υποτίμιση. Υποτιμάμε πολλά πράγματα, το ταλέντο μας, τις σχέσεις μας, υποτιμάμε την φύση, την οικονομία, την ανθώπινη ζωή, την ζωή γενικά την υποτιμάμε, υποτιμάμε τον εαυτό μας τον ίδιο, όσα αξίζουμε σήμερα. Παλιές φωτογραφίες.

Λέω, πως ήμουν μικρή. Χαμογελαστή με πλούσια μαύρα μαλλιά, γυμνασμένη, ελεύθερη από τα δεσμά του γραφείου και των υποχρεώσεων, ελεύθερη με την ελπίδα των ανεκπλήρωτων ονείρων μου. ΟΚ. Είμαι μόλις τριάντα. Και πάλι όμως τί είναι αυτό που μας κάνει πάντα, με κάνει πάντα, να νοσταλγώ το παρελθόν; Είναι αυτή η μανία μου να βρίσκω την ευαισθησία μόνο στο άπιαστο, μπορώ να πιάσω άραγε τον χρόνο, να τον σταματήσω μέσα στην παλάμη μου να τον σφίξω όπως εκείνη το δάχτυλό μου μέσα στο μικρό της το χεράκι. "Να μην νοσταλγείς τίποτα", της ψιθυρίζω στο αυτάκι της πίσω από μια χρυσή μπούκλα. Να ζεις μονάχα τα πάντα να ζεις με όλο το είναι σου να δίνεσαι στο παρών. Να μαθαίνεις. Να μην ξεχνάς. Αλλά και να μην θυμάσαι. Να ζεις μονάχα της ψιθυρίζω, να ζεις καλά και αληθινά.

Είμαι σχεδόν δέκα μέρες εδώ και άρχισα να γράφω ένα γράμμα στους δικούς μου. Αυτές τις βλακίες που αφήνω κάθε φορά που φεύγω με τις οδηγίες: πού θα βρεις το φαγητό, πως ζεσταίνεται, να κλείνεις πάντα τον θερμοσυφωνα, να μην αφήνεις την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, και άλλα τέτοια. Εδώ οι οδηγίες είναι διαφορετικές. Να προσέχεις. Μπορείς να προσέχεις και να μείνεις έτσι για πάντα καλά να σε χαίρομαι γιατί θα λείπω για λίγο και θα μου λείπεις τόσο. Και δεν θα μπορώ από εκεί που θα βρίσκομαι. Να σε προσέχω εγώ. Γι'αυτό σε παρακαλώ Θεέ μου, κάνε κι εσύ, να προσέχεις, όλα αυτά που προσέχουν οι άνθρωποι δεν ξέρω ποιά είναι τόσα είναι. Και θα γυρίσω. Στο υπόσχομαι όσο κι ας μισώ. Το κρύο. Τα αεροπλάνα. Τον Ατλαντικό. Την Αμερική. Την δύναμη που με τραβάει πάντα στην Ελλάδα.

Θα γυρίσω. Οπότε απλά μέχρι τότε εσύ να προσέχεις.

Βγήκαμε μια βόλτα στην πόλη. Τίποτα δεν έχει αλλάξει έτσι για να φαίνεται πως κάπου σε αυτά τα στενά της γυρίζω ακόμα εγώ. Μου αρέσει αυτό αρκετά το εκτιμώ. Και Σε ευχαριστώ. Χιόνιζε έτσι απαλά, αλλά είπα να μην κλαίγομαι πολύ και άφησα το αυτοκίνητο να χαράξει αυτή την λευκή γραμμή όπως τα αεροπλάνα φορές που ξαπλώνεις στο γρασίδι, και το γαλάζιο του ουρανού κόβεται με μια λευκή γραμμή, την ίδια όπως εκείνη που αφήνει το καράβι όταν απομακρύνεσαι από το λιμάνι και το γαλάζιο της θάλασσας κόβεται κι εκείνο από μια. Λευκή γραμμή στην κεντρική οδό της πόλης, τίποτα δεν έχει αλλάξει, όλα τα ίδια στην θέση τους. Ο κόσμος φαίνεται μικρότερος. Ή μεγάλωσα ξαφνικά εγώ;

Στις κούτες και στα διάφορα βρήκα και κάποια ξεχασμένα τραγούδια. Μου θύμησαν μιαν εποχή με πολύ. Πολύ ποδήλατο. Όταν έτρεχα όλους τους δρόμους και πήγαινα κόντρες σε ανηφόρες και έκαιγε άλλωτε η άσφαλτος. Και φυσούσε άλλωτε κρύος ο αέρας.

Αυτό το τραγούδι ήταν αγαπημένο ένα καλοκαίρι ολόκληρο. Την γούσταρα έτσι που ήταν όμορφη μέσα στην γαλήνια ύπαρξη της.

Και κυρίως.

Στην απόλυτη...Ελευθερία της.

Κάποια στιγμή θα γράψω κάτι σωστό και θα κόψω αυτή τη βλακεία. Με τις τελείες.

ΑΝ. και. Μπορεί και πάλι σε μερικά χρόνια να Σκεφτώ.

Μα τί Καλά που έγραφα. Τότε.

:)

Καλή Χρονιά Ευχήθηκα;

Πάντα το καλύτερο. Για Όλους.

2009. Κεράκια. Τα φυσάς;

http://www.youtube.com/watch?v=ujGfDTNQ7cM
Την φωτογραφία την τράβηξε φίλος σε ένα "σιωπηλό περίπατο" κάπου στο δάσος του Val Morin.