Κυριακή του Πάσχα και ζάχαρη αχνή στο μπλε σορτσάκι μου.
Κρυώνω όχι επειδή. Απλά δεν κατάφερα να βγάλω το ποδήλατο ως.
Την Ρεματιά.
Είναι τρις και κάτι το πρωί. Βρίσκομαι και πάλι στο αεροδρόμιο. Σε μια πτήση της KLM. Η αναχώρηση ανακοινώνεται στην πύλη 28. Νομίζω αν θυμάμαι καλά πως πρέπει να ήταν η 28. Δεξιά μετά τον έλεγχο. Κοντεύει τέσσερις. Κρυώνω. Δίπλα μου ένας τύπος διαβάζει ένα άρθρο κάτι αρχαιολογικό από το Science. Ο κοινός προορισμός μας:
Το Άμστερνταμ.
Σκέφτομαι πως είναι φοιτητής. Μεταπτυχιακός. Ίσως και στο διδακτορικό. Δεν είμαι και βέβαιη. Δεν νυστάζω πια. Απλώς. Κρυώνω.
Καταφθάνει το πλήρωμα. Είναι όλοι στα μπλε. Σαν το μπουρνούζι που διάλεξα με την Βενετία. Εκείνο για το κολυμβητήριο. Και είναι όλοι χαμογελαστοί. Σκέφτομαι θα ήπιαν τον καφέ τους. Και θα έφαγαν τα δημητριακά τους. Πιθανά να έκαναν και την πρωινή γυμναστική τους. Θα έβγαλαν περίπατο και τα μικρόσωμα σκυλάκια τους. Διαφορετικά πως;
Χριστός Ανέστη είπαμε; Αληθώς...
Παράθυρο. Αναρωτιέμαι πως εγώ. Που μισώ θανάσιμα τα αεροπλάνα. Βρέθηκα να τα επισκέπτομαι κατά εβδομαδιαία βάση; Είναι μου απαντά το τίμημα της επιλογής σου. Δεν το σχολιάζω. Απογειωνόμαστε. Και εγώ νομίζω πως σε αυτό το σημείο.
Αποκοιμάμαι.
Άμστερνταμ. Διάφοροι κρατάνε κάτι καρτέλες με ονόματα. Ψάχνω το δικό μου. Μάταια. Πλησιάζει οκτώ. Το ραντεβού μας είναι στις εννέα. Και ΟΚ. Ένα χυμό. Και ένα ταξί.
Η συνάντηση μας προχωρά ΟΚ. Δεν είχα το σωστό πρόγραμμα. Δεν είχε τις σωστές εκτυπώσεις. Δεν ήθελα να πιω καφέ. Δεν ήθελε να μου προσφέρει τσάι. Δεν γελάσαμε. Δεν ήθελα να κατέβω για γλυκό. Πρόλαβε να μου δώσει τον δίσκο. Πρόλαβα να καλέσω ένα ταξί.
Πήρα ένα μπλε ποδήλατο. Και με αυτό. Γύρισα τα στενά δρομάκια, ανάμεσα στα πανέμορφα σπίτια και στα κανάλια, του Λαίντεν. Μια παλιά Πανεπιστημιούπολη, όπου οι κραιπάλες γίνονται σε βάρκες σε κανάλια μαγεμένα. Όπου οι ποδηλάτες έχουν προτεραιότητα στα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα: Σχεδόν ανύπαρκτα. Ένας μικρός, αστικός, Παράδεισος. Σκέφτομαι πόσο καλά θα ήταν. Να έφτιαχνες κάτι τέτοιο στο Χαλάνδρι. Στην Αθήνα μας.
Ένα τρένο. Με προορισμό επόμενο:
Τις Βρυξέλες. Σε αυτό το σημείο. Νομίζω πως πλέον σέρνομαι. Του τηλεφωνώ. Είναι με ένα πελάτη και μου γελάει. Εγώ γκρινιάζω. Στα Ελληνικά. Αυτός είναι δεν είναι εξήντα κάτι. Μου θυμίζει τον Άγιο Βασίλη όπως τον είδα τελευταία σε μια διαφήμιση της Κόκα Κόλα. Εκείνος συστήνεται. Με διαψεύδει. Εργάζεται στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης.
Περιμένουμε μαζί το τρένο.
Το οποίο καθυστερεί.
Το οποίο μου εξηγεί κάνει δυο ώρες να φτάσει στις Βρυξέλλες.
Επιβιβαζόμαστε. Κρατάει τις αποσκευές μου. Κάθομαι. Κρατάω το παλτό του. Βαρύ. Αντρικό. Μυρίζει την μοναξιά. Κι εκείνος όμως δείχνει να είναι τόσο επιφανειακά. Ευτυχής.
Το παιδί της το κρατά στην αγκαλιά της. Τα μάτια της είναι κόκκινα. Είναι από κάποια χώρα της Ανατολής. Σκέφτομαι. Την Γεωργία. Δεν είμαι δα και σίγουρη. Μιλάει Γαλλικά με Αραβική προφορά. Σκέφτομαι την Αλγερία. Δεν είμαι δα και σίγουρη. Ο μικρός βήχει. Βγάζει ένα ροζ σιρόπι από τη τσέπη του παλτού της. Το παιδί γλιστράει από την αγκαλιά της. Είναι κουρασμένη. Όσο εγώ. Εκείνη από κάποια πιθανά δύσκολη εργασία. Δεν μπορώ να φανταστώ πως περνάει τις μέρες της. Έξω από το παράθυρο κοιτώ καθώς περνάμε από μια άσχημη γειτονιά. Στις βιτρίνες. Γυναίκες προς ενοικίαση. Κόκκινα φώτα. Τα είχα ακουστά. Κοιταζόμαστε με την συνεπιβάτισσα. Ο μικρός κλαιει. Δεν του αρέσει το ροζ σιρόπι που του δίνει η μητέρα του με το ζόρι.
Μπερδεύομαι στην στάση.
Και πάλι. Βρίσκομαι σε ένα από αυτά τα μεγάλα ταξί.
Με δυσκολία. Χαιρετίζω την κοπέλα στην ρεσεψιόν.
Μου δίνει μια πλαστική κάρτα.
Μου δείχνει την αίθουσα όπου σερβίρεται το φαγητό. Θέλω απλά να πλυθώ. Να κοιμηθώ.
Φτάνω στο δωμάτιο μου.
Είναι όλα διπλωμένα και τακτοποιημένα.
Ανοίγω τις κουρτίνες. Ένα αεροδρόμιο ξανά. Εκείνο των Βρυξελλών.
Δεν σε βρήκα. Δεν σε έχασα. Μα μου λείπεις.
Κυριακή του Πάσχα.
Το γράφει στο Ευαγγέλιο πως την Κυριακή του Πάσχα πρέπει να την βγάλουμε γύρω από κάποιο ζώο που καπνίζει τον θάνατο του; Ήθελα απλά.
Να μείνω για λίγο εδώ.
Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση.
Για όλες τις προσκλήσεις.
Εύχομαι σε όλους. Την Ευτυχία όπως ορίζεται αυτή από τον καθένα. Ξεχωριστά.
Ευχαριστώ τον Θεό.
Που θυσίασε τον Μοναχογιό του.
Για να τον κερδίσει ξανά.
Για όλα όσα μου χαρίζει: Το φως: Τις λαμπάδες που στάζουν στα δάχτυλα σου λευκό κερί. Καθώς μου μιλάς για τις αρχαίες τελετές. Εγώ σου μιλώ για τις γυναίκες που περνάνε μια μέρα στο κομμωτήριο για πέντε λεπτά δημοσιότητας στην Ανάσταση. Ψιλοβρέχει. Καλά που δεν πήγα κι εγώ στο κομμωτήριο.
Γελάς;
Δεν θυμάμαι τι ήθελα ακριβώς να γράψω.
Άρχισα ψάχνοντας το κλειδί για την αποθήκη.
Να καταφέρω να βγάλω το ποδήλατο ως. Την Ρεματιά.
Κι ας μην είναι το Λάιντεν εδώ.
Ακόμα.
Καλό Πάσχα. Σε όλους.
Και στον καθένα. Ξεχωριστά.
Κρυώνω όχι επειδή. Απλά δεν κατάφερα να βγάλω το ποδήλατο ως.
Την Ρεματιά.
Είναι τρις και κάτι το πρωί. Βρίσκομαι και πάλι στο αεροδρόμιο. Σε μια πτήση της KLM. Η αναχώρηση ανακοινώνεται στην πύλη 28. Νομίζω αν θυμάμαι καλά πως πρέπει να ήταν η 28. Δεξιά μετά τον έλεγχο. Κοντεύει τέσσερις. Κρυώνω. Δίπλα μου ένας τύπος διαβάζει ένα άρθρο κάτι αρχαιολογικό από το Science. Ο κοινός προορισμός μας:
Το Άμστερνταμ.
Σκέφτομαι πως είναι φοιτητής. Μεταπτυχιακός. Ίσως και στο διδακτορικό. Δεν είμαι και βέβαιη. Δεν νυστάζω πια. Απλώς. Κρυώνω.
Καταφθάνει το πλήρωμα. Είναι όλοι στα μπλε. Σαν το μπουρνούζι που διάλεξα με την Βενετία. Εκείνο για το κολυμβητήριο. Και είναι όλοι χαμογελαστοί. Σκέφτομαι θα ήπιαν τον καφέ τους. Και θα έφαγαν τα δημητριακά τους. Πιθανά να έκαναν και την πρωινή γυμναστική τους. Θα έβγαλαν περίπατο και τα μικρόσωμα σκυλάκια τους. Διαφορετικά πως;
Χριστός Ανέστη είπαμε; Αληθώς...
Παράθυρο. Αναρωτιέμαι πως εγώ. Που μισώ θανάσιμα τα αεροπλάνα. Βρέθηκα να τα επισκέπτομαι κατά εβδομαδιαία βάση; Είναι μου απαντά το τίμημα της επιλογής σου. Δεν το σχολιάζω. Απογειωνόμαστε. Και εγώ νομίζω πως σε αυτό το σημείο.
Αποκοιμάμαι.
Άμστερνταμ. Διάφοροι κρατάνε κάτι καρτέλες με ονόματα. Ψάχνω το δικό μου. Μάταια. Πλησιάζει οκτώ. Το ραντεβού μας είναι στις εννέα. Και ΟΚ. Ένα χυμό. Και ένα ταξί.
Η συνάντηση μας προχωρά ΟΚ. Δεν είχα το σωστό πρόγραμμα. Δεν είχε τις σωστές εκτυπώσεις. Δεν ήθελα να πιω καφέ. Δεν ήθελε να μου προσφέρει τσάι. Δεν γελάσαμε. Δεν ήθελα να κατέβω για γλυκό. Πρόλαβε να μου δώσει τον δίσκο. Πρόλαβα να καλέσω ένα ταξί.
Πήρα ένα μπλε ποδήλατο. Και με αυτό. Γύρισα τα στενά δρομάκια, ανάμεσα στα πανέμορφα σπίτια και στα κανάλια, του Λαίντεν. Μια παλιά Πανεπιστημιούπολη, όπου οι κραιπάλες γίνονται σε βάρκες σε κανάλια μαγεμένα. Όπου οι ποδηλάτες έχουν προτεραιότητα στα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα: Σχεδόν ανύπαρκτα. Ένας μικρός, αστικός, Παράδεισος. Σκέφτομαι πόσο καλά θα ήταν. Να έφτιαχνες κάτι τέτοιο στο Χαλάνδρι. Στην Αθήνα μας.
Ένα τρένο. Με προορισμό επόμενο:
Τις Βρυξέλες. Σε αυτό το σημείο. Νομίζω πως πλέον σέρνομαι. Του τηλεφωνώ. Είναι με ένα πελάτη και μου γελάει. Εγώ γκρινιάζω. Στα Ελληνικά. Αυτός είναι δεν είναι εξήντα κάτι. Μου θυμίζει τον Άγιο Βασίλη όπως τον είδα τελευταία σε μια διαφήμιση της Κόκα Κόλα. Εκείνος συστήνεται. Με διαψεύδει. Εργάζεται στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης.
Περιμένουμε μαζί το τρένο.
Το οποίο καθυστερεί.
Το οποίο μου εξηγεί κάνει δυο ώρες να φτάσει στις Βρυξέλλες.
Επιβιβαζόμαστε. Κρατάει τις αποσκευές μου. Κάθομαι. Κρατάω το παλτό του. Βαρύ. Αντρικό. Μυρίζει την μοναξιά. Κι εκείνος όμως δείχνει να είναι τόσο επιφανειακά. Ευτυχής.
Το παιδί της το κρατά στην αγκαλιά της. Τα μάτια της είναι κόκκινα. Είναι από κάποια χώρα της Ανατολής. Σκέφτομαι. Την Γεωργία. Δεν είμαι δα και σίγουρη. Μιλάει Γαλλικά με Αραβική προφορά. Σκέφτομαι την Αλγερία. Δεν είμαι δα και σίγουρη. Ο μικρός βήχει. Βγάζει ένα ροζ σιρόπι από τη τσέπη του παλτού της. Το παιδί γλιστράει από την αγκαλιά της. Είναι κουρασμένη. Όσο εγώ. Εκείνη από κάποια πιθανά δύσκολη εργασία. Δεν μπορώ να φανταστώ πως περνάει τις μέρες της. Έξω από το παράθυρο κοιτώ καθώς περνάμε από μια άσχημη γειτονιά. Στις βιτρίνες. Γυναίκες προς ενοικίαση. Κόκκινα φώτα. Τα είχα ακουστά. Κοιταζόμαστε με την συνεπιβάτισσα. Ο μικρός κλαιει. Δεν του αρέσει το ροζ σιρόπι που του δίνει η μητέρα του με το ζόρι.
Μπερδεύομαι στην στάση.
Και πάλι. Βρίσκομαι σε ένα από αυτά τα μεγάλα ταξί.
Με δυσκολία. Χαιρετίζω την κοπέλα στην ρεσεψιόν.
Μου δίνει μια πλαστική κάρτα.
Μου δείχνει την αίθουσα όπου σερβίρεται το φαγητό. Θέλω απλά να πλυθώ. Να κοιμηθώ.
Φτάνω στο δωμάτιο μου.
Είναι όλα διπλωμένα και τακτοποιημένα.
Ανοίγω τις κουρτίνες. Ένα αεροδρόμιο ξανά. Εκείνο των Βρυξελλών.
Δεν σε βρήκα. Δεν σε έχασα. Μα μου λείπεις.
Κυριακή του Πάσχα.
Το γράφει στο Ευαγγέλιο πως την Κυριακή του Πάσχα πρέπει να την βγάλουμε γύρω από κάποιο ζώο που καπνίζει τον θάνατο του; Ήθελα απλά.
Να μείνω για λίγο εδώ.
Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση.
Για όλες τις προσκλήσεις.
Εύχομαι σε όλους. Την Ευτυχία όπως ορίζεται αυτή από τον καθένα. Ξεχωριστά.
Ευχαριστώ τον Θεό.
Που θυσίασε τον Μοναχογιό του.
Για να τον κερδίσει ξανά.
Για όλα όσα μου χαρίζει: Το φως: Τις λαμπάδες που στάζουν στα δάχτυλα σου λευκό κερί. Καθώς μου μιλάς για τις αρχαίες τελετές. Εγώ σου μιλώ για τις γυναίκες που περνάνε μια μέρα στο κομμωτήριο για πέντε λεπτά δημοσιότητας στην Ανάσταση. Ψιλοβρέχει. Καλά που δεν πήγα κι εγώ στο κομμωτήριο.
Γελάς;
Δεν θυμάμαι τι ήθελα ακριβώς να γράψω.
Άρχισα ψάχνοντας το κλειδί για την αποθήκη.
Να καταφέρω να βγάλω το ποδήλατο ως. Την Ρεματιά.
Κι ας μην είναι το Λάιντεν εδώ.
Ακόμα.
Καλό Πάσχα. Σε όλους.
Και στον καθένα. Ξεχωριστά.
(η φωτογραφία είναι από το www.trekearth.com)
1 comment:
Αφού καταλαβαίνεις ρε γαμώτο
τι ζητάς να σου εξηγήσω.
Εσύ το ξέρεις καλύτερα.
Τα λες καλύτερα.
Post a Comment