Monday, December 31, 2007

To petagma sou (Το πέταγμά σου)

Πως την πάτησα έτσι πάλι;

Saturday, December 29, 2007

Haris Alexiou Afieroma sto Mano Loizo Ki An Ta Matia Sou

Για την Πράγα νομίζω...ίσως για την Βελούδινη Επανάσταση...για κάθε Επανάσταση...μικρές. Μεγάλες.

Sunday, December 09, 2007

xwris esena-Eystathia

Νομίζω πως πρέπει να κόψω αυτό το κόλλημα με το τιούμπ.

Man in Black, Johny Cash

Κάποια στιγμή θα γράψω κάτι.

Για την ώρα αν δέχεσαι, σου χαρίζω κάποιες μουσικές προτιμήσεις μου...

Sunday, November 25, 2007

Elton John - I want love

Καλησπέρα.

Επειδή:

  1. Το τελευταίο καιρό έφαγα ένα κόλλημα (με ωροσκόπο ιχθείς;) με το γιού τιούμπ
  2. Επειδή το συγκεκριμένο βίντεο είναι αγαπημένο από 1-2 χρόνια περίπου
  3. Επειδή θέλω να γράψω για κάτι θέματα πολύ ωραία αλλά σήμερα πνίγομαι με την ακαταστασία του σπιτιού, η οποία απλά:
  4. - δεν
  5. - πάει
  6. - άλλο!

Παραθέτω ένα λινκ για το εν λόγω τραγούδι.

7. Εύχομαι πως ανοίγει.

8. Η σκηνή στο παράθυρο είναι το ακριβώς. Ή Μάλλον. Ο Ακριβός.

Για να μαθαίνουν οι νεώτεροι.

9. Ο ηθοποιός είναι ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ (ώς εδώ καλά). Την εποχή εκείνη (2000 κάτι) έκανε κάτι γυρίσματα για την Αμερικάνικη σειρά με τους δικηγόρους, τώρα δε θυμάμαι που έπαιζε μια ηθοποιός που τα έφτιαξε στη τελική με τον Χάρισον; Ωραία. Ως χρόνιος χρήστης ναρκωτικών, η ανεξέλεκτη συμπεριφορά του τον οδήγησε στην απόλυση του από το σήριαλ. Δικηγόροι ήταν αυτοί, και έτσι μπήκε ο άνθρωπος σε μια κλινική αποτοξίνωσης.

Ο φίλος του, ο Έλτον Τζον (και σερ, και λατρευτός μου) τον προσκάλεσε να γυρίσει το κλιπάκι, του οποίου κατά εκείνον του πήγαινε γάντι ο ρόλος. Έτσι πήρε μια μέρα άδεια (το γνωστό εξιτήριο) από την κλινική όπου ακολουθούσε το πρόγραμμα θεραπείας και γύρισε το κλιπ σε μια γνωστή βίλα κάπου στο Χόλιγουντ, όπου έχουν γυριστεί κατά καιρούς άλλα μουσικά κλιπ, αλλά και γνωστά έργα, από τα οποία δεν μπορώ να θυμηθώ κανένα τίτλο ούτε χρόνος να το ψάξω τώρα.

Αυτά τα λίγα.

Σου είπα για τη σκηνή στο παράθυρο; Έχω καταμετρήσει σχεδόν όλες τις κινήσεις του όπως εκείνες ξεδιπλώνονται καρέ καρέ, ένα στάδιο πιο κοντά στην αυθεντική πράξη της υποκριτικής του ικανότητας.

Στον πρωταγωνιστή. Μάλλον εγώ θα ζητούσα τον αριθμό του αυτή τη φορά.

Κι ας βρίσκεται σε φάση.

10. Αποτοξίνωσης - Το κοινό σημείο μας.

Για αρχή :

http://www.youtube.com/watch?v=W_u6l7EsQMc

Ευχαριστώ.

Monday, November 19, 2007

All Saints Never Ever [1997]

Στην Α. και στην Ο.
Επειδή δεν υπάρχει πιο αρμονική μελωδία από εκείνη.
Της φιλίας.

Sunday, November 11, 2007

Μεσημέρι μες το φως.

Είναι τρις και είκοσι ακριβώς.

Ξύπνησα εδώ και τρις ώρες και είκοσι λεπτά ακριβώς.

Και προσπαθώ να οργανώσω τις σκέψεις και την ημέρα μου εδώ και τρίς ώρες και είκοσι λεπτά ακριβώς.

Το μεσημέρι μες το φως. Και επειδή τελικά έβαλα κουρτίνες, το δωμάτιο αυτή τη στιγμή που σου γράφω βυθίζεται σε ένα ζεστό πορτοκαλί.

Ένας ελαφρύς πονοκέφαλος με ταλαιπωρεί, τα ρούχα, το σίδερο, τα καλοκαιρινά που δεν μάζεψα ακόμα, τα χειμωνιάτικα που δεν φτάνω στο πάνω ράφι όπως τα τραβάω και πέφτουν όλα πάνω μου, τα τελευταία πρωινά. Τα τελευταία απογεύματα. Το κρύο που με αποσυντονίζει πάντα. Οι ανησυχίες μου. Οι επιτυχίες μου. Οι αγωνίες μου.

Έχεις γενέθλια. Σου αγόρασα ένα μικρό κάτι, μια πανέμορφη μαυρόασπρη φωτογραφία δίπλα της. Μια χορεύτρια εποχής, με τα στολίδια μες τα μαλλιά της, το έντονο μαύρο στα χείλη της, υφάσματα μεταξωτά να καλύπτουν ελαφρά τις σαγηνευτικές κινήσεις της. Πανέμορφη μες την έλλειψη χρωμάτων, και δίπλα της. Εσύ. Καστανή, σκεφτική, γλυκιά.

Σε διάλεξα.

Κοντεύει και μισή. Θέλω χίλια να σου γράψω. Για εμάς. Για τις πρόσφατες στιγμές της ζωής μου. Για τις σκέψεις μου. Για τις εικόνες που τραβάω τελευταία στην μηχανή της μνήμης μου. Για το θέατρο. Ήθελα να σε προσκαλέσω σε ένα έργο. Τον Προμηθέα Δεσμώτη, επειδή μου άρεσε πάντα η ιστορία του. Επειδή με τιμά η σύμπτωση της γνωριμίας του.

Νομίζω πως θα βγω τελικά με το ποδήλατο ως το περίπτερο για εφημερίδες. Ελευθεροτυπία χωρίς το ένθετο.

Γιατί είμαι αυτό που δείχνω. Όπως σου είπα. Δίχως καλύμματα. Δίχως εκπλήξεις, εκτώς από εκείνες που θα αποκαλύψεις ο ίδιος στην πορεία μας.

Σε ευχαριστώ για τον χορό της σελήνης. Θα μου μείνει αξέχαστος. Όπως την αίσθηση από τα γένια σου στα χείλη μου. Την αίσθηση του στήθους σου στα δάχτυλα μου. Στο φιλί μου η γεύση σου, στο βλέμμα μου. Το βλέμμα σου.

Πρέπει να βγω.

Πάει και τριάντα τρις. Και θέλω τόσα να σου πω. Τόσο να σε δω.

Saturday, October 27, 2007

Στη Πανόρμου έβρεχε εκείνο το βράδυ.

Γύρισα χτες απίστευτα κουρασμένη, εξαντλημένη θα έλεγα από τα παιχνίδια του εαυτού μου. Με τα μάτια κόκκινα και ερεθισμένα από τους καταραμένους φακούς επαφής (βλέπε λίστα). Την επιρροή της σελήνης. Και το ψυχοφθόρο απροσδιόριστο πόνο που με ταλαιπωρεί, χρόνια πλέον.

Αποκοιμήθηκα πρώτα στον καναπέ, με μια γλυκιά επιθυμία να γλιστρά πάνω μου το φως της σελήνης. Σε μονοπάτια του κόσμου της ίσως με μεταφέρει, μέσα από τα όνειρα μου. Ένας ανήσυχος ύπνος, με εφιάλτες, ένα τεράστιο ψάρι που βγήκε λέει από ένα σκοτεινό και ύποπτο μαγαζί με κατοικίδια όπου οι ιδιοκτήτες και γενικά το προσωπικό ήταν πολύ σκοτεινοί τύποι και κακομεταχειριζόταν τα ζώα. Τέλος πάντων πρέπει να ήταν και στο Καναδά γυρισμένος ο εφιάλτης γιατί είχε και χιόνια, και το ψάρι ήταν τεράστιο με μεγάλα δόντια αιχμηρά και βασικά ήθελε να φαει κάτι παιδιά και εγώ έπρεπε να τα γλιτώσω. Εδώ τα μπερδεύω κάπως, επειδή σε μια φάση έπρεπε να κλείσω ένα ραντεβού με μια ερευνήτρια (μεταφερθήκαμε στο γραφείο) και ήμουν μεταξύ να την σταματήσω σε ένα διάδρομο όπου πήγαινε προς το φως, ή να αιχμαλωτίσω το μεταλλαγμένο ψάρι που γλιστρούσε διαρκώς σε κάτι βρώμικους υπονόμους.

Ξυπνάω νομίζοντας πως είναι δέκα, αγχωμένη πως ξέχασα να βάλω ξυπνητήρι και τέτοια και πως αυτή τη φορά θα αργήσω πολύ στη δουλειά. Στο κρεβάτι μου με τις ροζ πυτζάμες μου, σεντόνια σκόρπια, αναρωτιέμαι πως έφτασα εκεί. Και συνειδητοποιώ πως:

ΕΙΝΑΙ ΣΑΒΒΑΤΟ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Και σαφώς δεν πρέπει να πάω στη δουλειά. Οπότε και ΟΚ. Σηκώνομαι κι ας είναι και επτά και μισή.

«Το ΟΚ μου το κόλλησες από χτες δεν το συζητώ». Έχω ένα καλό προαίσθημα για τη γυναίκα αυτή.

Στη Πανόρμου έβρεχε εκείνο το βράδυ. Αν και κλασσικά κουρασμένη, υποσχέθηκα στην Α ένα σινεμά. Δίχως να γνωρίζω τα της ταινίας, το σενάριο, καν τον τίτλο δεν συγκράτησα, και τώρα να με ρωτήσεις, «Το ημερολόγιο ενός ρομαντικού ηδονοβλεψία;». Οι ελληνικές μεταφράσεις είναι σχεδόν πάντα άσχετες. Και να σου πω. Δεν ταιριάζει καν ο τίτλος στη ταινία, αν με ρωτήσεις δηλαδή, το ημερολόγιο ήταν κάτι το παράλληλο. Αλλά νομίζω αυτό ήθελε να πει ο σκηνοθέτης, ή μάλλον ο ποιητής, όπως διαβάζω το έργο βασίζεται σε μια νουβέλα.

Hallam Foe.
Απίστευτο μουσικό ρεπερτόριο.

Το οποίο σαφώς και έτρεξα χτες να βρω. Παρασκευή απόγευμα, μέσα στη μελαγχολία της βραδιάς μου, μέσα στα τόσα ερωτήματα μου, μέσα στην αναζήτηση μου, για τις απαντήσεις, για την ομορφιά, την ζωή και το φως στις σκιές που περνάνε διαρκώς δίπλα μου, που με προσπερνάνε. Δημοτικό θέατρο στα σκαλάκια. Στις βιτρίνες, στο κάθισμα, δοκιμάζοντας, τις καφέ ψηλές μπότες, τις ακριβές πολύ για τον εκτώς προυπολογισμό μου. Τις ιππασίας ουρλιάζει μια περαστική, βαριά μέσα στο βάψιμο της, στο χτένισμα, στο ντύσιμο, στο άρωμα της που με υπνωτίζει σχεδόν.

Αποχωρώ. Και μπαίνω στον μουσικό κόσμο μου. Όπου μπορώ ακόμα ευτυχώς να βρω λίγη ηρεμία, και κάπως να ξεγελάσω τον χρόνο. Που γλιστρά. Σαν το ψάρι μέσα σε βρώμικους υπονόμους, χάνεται.

Στέκομαι στο δεύτερο κομμάτι. “Here on my own” από τους U.N.P.O.L. Κι εγώ πρώτη φορά τους ακούω. Αλλά μου κόλλησε. Πρέπει να το έπαιξα τρις φορές χτες, και από το πρωί, κοντά στις δεκατρείς. Μέχρι να χτυπήσει κάποιος την πόρτα μου να μου πει, πως ενοχλώ. Γιατί κατά βάθος.

Γουστάρω να προκαλώ.

Να βρίζω επίσης κατά καιρούς.

Να χορεύω με τη μουσική στο φουλ.

Να είναι πιο δυνατή και από το μεγάφωνο του παλιατζή. Που όλα τα καθαρίζει, αποθήκες, μέχρι και παλιοσίδερα μαζεύει. Σάββατο πρωί δέκα και μισή. Πιο δυνατή από το τρυπάνι του διαχειριστή που χτίζει έναν άλλο όροφο σίγουρα πάνω από το υπνοδωμάτιο μου. Πιο δυνατή από το χτύπο της καρδιάς του όταν αφήνει τον έρωτα του πάνω μου.

A good fuck. Από το “Double Shadow”

Στη τελική. Αυτό ψάχνουμε. Και είναι το συμπέρασμα της ημέρας.

Δες το. Σε προκαλώ.


Λίστα (Τού Ντού Λίστ)

1 - Να αγοράσω ένα δεύτερο ζευγάρι γυαλιά

2 – Να πάω σήμερα το γραφείο στο μαραγκό στο Χαλάνδρι

3 – Να μην μιζεριάσω για μαλακίες για μία μέρα τουλάχιστον

Wednesday, October 24, 2007

Τα χαμομήλια της.

Θέλω εδώ και μέρες. Εβδομάδες. Ένα μήνα σχεδόν να γράψω.

Θέλω να γράψω σε Εκείνον. Θέλω να τον ψάξω και να. Τον βρω. Θέλω ν'ανάψω τα κεράκια στο τζάκι. Και να σκεφτώ.

Θέλω να της μιλήσω. Και να την δω. Μου λείπει απίστευτα το χιούμορ και το μουτράκι της. Μικρή στα χέρια μου. Η μία μητέρα. Η δεύτερη. Μωρό μέσα στο φως.

Θέλω εδώ και μέρες να μαζέψω την κατάσταση στο σπίτι. Ένα χάος. Και μέσα σε όλα αυτά η αναζήτηση μιας τραπεζαρίας. Την οποία έχω βαρεθεί. Τα καταστήματα της Κηφησσίας. Μεσογείων. Χολαργός. Αυτός.

Μεγάλα. Κρύα. Σαν το δωμάτιο μου. Και δεν ξέρω πως να φτιάξω το θέμα με τα καλοριφέρ. Και ούτε το θέμα με τις τρύπες που πρέπει να γίνουν στη κουζίνα.

Και έλειξε και το δίπλωμα μου. Το της οδήγησης. Και σκέφτομαι πως. ΟΚ. Δεν προλαβαίνω απλά. Δεν προλαβαίνω.

Έδώ και μέρες θέλω να γράψω.

Για την μουσική. Θέλω να γράψω για τις αλλαγές στο κλίμα. Το ποίημα της Λεύκας. Τον Λαπαθιώτη. Θέλω να γράψω για τη νύχτα. Για το φθινόπωρο. Το αεράκι, τις ζωγραφιές στα σύννεφα. Σάββατο πρωί. Μεσημέρια να κλέβω στιγμές.

Στην Εθνική. Με το χέρι στο μέτωπο σκεφτική στο μαύρο. Μεγάλο πολύ. Αυτοκίνητο.

Ξεχωρίζοντας τα πλαστικά. Από τα χάρτινα. Τα γυάλινα. Το μπλέ κουτί. Απόλυτη ησυχία Χαλανδρίου. Κάτω.

Θέλω να ξενυχτίσω. Να κάνει ζέστη εδώ. Να υπάρχει μουσική. Μια φωτιά. Το φως της.

Να υπάρχεις εσύ.

Και θα ηρεμίσω. Σου το υπόσχομαι.

Sunday, September 30, 2007

Zones Grises.

Είναι της Κυριακής το ξημέρωμα.

Πρέπει να κοντεύει πέντε, το κίτρινο σήμα της Πειραιώς απέχει κάποια εκατοστά από το χέρι μου, το δεξί πάντα. Κίτρινο λένε το χρώμα της γνώσης. Κίτρινο νομίζω πως είναι και το χρώμα από το ψέμα. Σπρώχνω λιγάκι το Κ, και αποκαλύπτεται η επιχορήγηση, «τέχνες, και γράμματα» σε κόκκινα, μπορντό θα έλεγα, δεν παίρνω όρκο. Είναι και τέτοια η ώρα.

Η Α οδηγεί, τις εφημερίδες τις Κυριακάτικες, στο ξημέρωμα θα τις βρεις. Την αμφισβητώ, είναι και αυτό κομμάτι της τελετουργίας μου της Κυριακάτικης, μεσημέρι, να κατέβω για την εφημερίδα στο περίπτερο της γωνίας, δυο στενά κάτω από το δικό μου. Δίχως το ένθετο. Σκουπίδια.

Στο περίπτερο συνωστισμός, την άποψη της Α την μοιράζονται προφανώς και άλλοι τόσοι. Δεν με απασχολούν τα ένθετα, ψάχνω στα ξένα περιοδικά. Ευτυχώς, ένα αντίτυπο Σεπτεμβρίου, ELLE γαλλικό, γιατί το ελληνικό είναι πράγματι. Σκουπίδια. Ζητάω την Κ. Τελευταία κόλλησα πάνω της. Είναι νύχτα, και έχει πολύ φως. Και φασαρία. Εκεί στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, κοντά στο πάρκιγκ. Εκείνες προχωράνε μπροστά μου. Δεν το γνωρίζει ακόμα, αλλά την ευγνωμονώ. Στα χέρια μου, η Καθημερινή, το γαλλικό περιοδικό μου. Στα μάτια μου, τα άστρα της νύχτας. Στα χείλη μου η γλυκιά γεύση αμαρέτο με πάγο. Πριν λίγο σε ένα μαγαζάκι δίπλα στο ELBA; Θα σε γελάσω. Από ποτά και μαγαζιά δεν τα πήγα ποτέ καλά. Το σπίτι όμως. Παλιό κλασσικό. Αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω.

Ένα από τα CD που άφησες στον υπολογιστή. Μια συλλογή από έθνικ τραγούδια. Το άκουσα πριν μερικούς μήνες στο αυτοκίνητο της Α, σε μια διαδρομή Κυριακής προς τη θάλασσα. Φυλάς κάποια σκοπιά. Νομίζεις σίγουρα πως δεν σε σκέφτομαι έτσι; Η θέση σου μέσα μου, όπως την άφησες. Πολύ φοβάμαι πως αυτή η κατάσταση χρειάζεται μια ζωή τουλάχιστον. Για να αλλάξει.

Ευτυχώς τώρα ζω ένα δικό μου σενάριο. Επιτέλους. Το σπίτι είναι ακόμα άνω κάτω. Όπως κι εγώ άλλωστε. Διαβάζει δεν διαβάζει κανείς από το γραφείο. Ούτε και με απασχολεί. Τα συγχαρητήρια, τα έργα που δεν τελείωσαν, τα άλλα για τα οποία χάθηκαν τόσα. Δεν με απασχολεί. Θα τα βάλω σε μια σειρά, θα σου το αποδείξω θα δεις.

Κάποιος μου είπε πριν λίγες μέρες. Πως αυτά που σκέφτομαι, μοιράζομαι, και ζω. Δεν είναι παρά η κρίση των τριάντα. Γελάμε. Κοιταζόμαστε. Κουρεύτηκες ρωτάμε ο ένας τον άλλο;

Πάμε κάποιες μέρες μπροστά. Είμαι στο αεροδρόμιο. Στην έξοδο προς το πάρκιγκ μακράς διάρκειας. Του ζητάω να μείνουμε λίγο εκεί, ο ήλιος δύει, τα αεροπλάνα απογειώνονται, ο θόρυβος της πόλης δεν φτάνει σε μας, και έτσι, αγναντεύουμε από μακριά, την ήρεμη ομορφιά της. Εκείνος νοιώθει αμήχανα, εγώ νοιώθω αμήχανα, γνωρίζω καλά πως κλείνει ένα κεφάλαιο. Εκείνος θέλει να διαλέξουμε το τέλος. Καπνίζει, συνέχεια βγάζει νευρικά το πακέτο από την μπεζ βαλίτσα του. Την μεγάλη με τα ρούχα του, όχι την μπλε με τα προσπέκτους. Και ένας φορητός. Τα υπάρχοντα του. Κρυώνω, δεν το έχει καταλάβει. Κουρεύτηκες; Με ρωτάει. Κοκκινίζω. Μια αυθόρμητη απόφαση στην Αλεξανδρούπολη, προσπαθώ να κάνω χιούμορ να ξεχαστεί η ερώτηση, να μη με κοιτά. Προτιμεί το μαλλιά μου μακριά, ή πολύ κοντά, Εγώ προτιμώ να κλείσει και αυτό το κεφάλαιο. Μου δείχνει το αυτοκίνητο του. Πίσω χώρος για ποδήλατα. Τον ρωτάω. Ναι το αγαπώ, μου απαντά. Είναι απότομος, απόμακρος, κρύβει το φως. Μια σκοτεινή αύρα. Κρυώνω καθώς αγκαλιαζόμαστε για το Αντίο. Απομακρύνομαι με τόση σιγουριά, δεν γυρίζω καθόλου πίσω. Χαμογελώ, και τινάζω το κουρεμένο μαλλί μου καθώς παίρνω την στροφή προς τις κυλιόμενες σκάλες. Κρυώνω, φοβάμαι, δεν είμαι σίγουρη για τίποτα.

Δεν είναι η κρίση των τριάντα του απαντώ.

Δεν συμβιβάζομαι. Όχι τώρα όχι ποτέ. Δεν θα πάρω το διπλό παιχνίδι σας. Την απάτη του εαυτού μου. Την απάτη του συντρόφου μου. Δεν θα ζω για τις εικονικές σας παγίδες. Για να είστε εσείς καλά. Κι εγώ πουτάνα, μέσα μου, έξω μου. Δεν θα έχω μια γκόμενα στο πλάι για να νοιώθω ζωντανός. Δεν θα σου το ζητήσω. Δεν θα το υπονοήσω. Δεν θα σε γοητεύσω. Δεν θα σε κερδίσω για να σε εγκαταλείψω. Γυμνή δίχως το χάδι. Το βλέμμα. Το φιλί σου. Την ελάχιστη ειλικρίνεια σου.

Πραγματικά έχω απογοητευτεί πολύ από την σκληρή ασκημιά της πραγματικότητας μας.

Μου είναι ακόμα απίστευτο. Πως είναι όλα κρυμμένα στις γκρίζες αυτές ζώνες. Και όμως είναι αλήθεια. Όπως το περίπτερο με τις Κυριακάτικες ξημερώματα.

Συνωστισμός. Για το τίποτα.

Saturday, September 15, 2007

Luciano Pavaroti (και άλλα - ε κλασσικά).

Τελικά κουρτίνες δεν θα πάρω φέτος.

Είναι Σάββατο. Είναι σχετικά νωρίς. Ήταν σχετικά καλό το πρόβειο γιαουρτάκι με μέλι που έφαγα πριν λίγο.

Είναι απίστευτο το αφιέρωμα στον Pavaroti που έχει τώρα στο πρώτο πρόγραμμα στο ραδιόφωνο.

Είναι Σάββατο πρωί (τα είπαμε αυτά). Ξεπερνάω σιγά σιγά το γεγονός ότι πιθανά διαβάζει συνάδελφος και θα τα χρησιμοποιήσει εναντίων μου για να μου φαει εκείνη τη διοικητική θέση που λέγαμε. Επίσης σκέφτομαι να κόψω τα αρχικά στα ονόματα δικών μου που αναφέρω κατά καιρούς εδώ. Αρχίζω από εσένα Κώστα; Διαβάζεις ή πλάκα μου έκανες (πάλι!);

Ωραία. Είναι Σάββατο πρωί (βρε άντε πάλι) και αν και έκανα ένα εφιάλτη πάλι χτες τη νύχτα (τον λόγο τον ξέρεις). Και ξύπνησα ήταν δεν ήταν τρις και είπα δεν είπα να πληκτρολογήσω τον αριθμό του στο κινητό μου. Δεν το έκανα. Και σκέφτομαι πολύ να μη το κάνω τις επόμενες φορές. Ή να ελέγχω λίγο τις εξελίξεις μας. Λέμε τώρα.

Αποκοιμήθηκα έτσι γλυκά μετά χτες με το γαλάζιο μπουρνούζι το ίδιο που φοράω τώρα. Πρέπει να ξέχασα και το φως της κουζίνας ανοιχτό.

Αλλά ξύπνησα με ένα τρελό κέφι. Ίσως επειδή είμαι σπίτι μου μετά από τρις μέρες στην Θεσσαλονίκη. Ίσως επειδή έχει πολύ φως η μέρα. Ίσως επειδή πρόλαβα να πάω ένα σούπερ χτες να μη τρέχω σήμερα. Ίσως επειδή δε θα σκάσω κιόλας για δυο κουρτίνες.

Σίγουρα όμως. Επειδή έχει αυτό το απίστευτα πανέμορφο αφιέρωμα στον Pavaroti. Και μου θυμίζει πολύ μα πολύ έτσι τους γονείς μου και το σπίτι μου (μη δακρύσεις Άννα μη – και αν ναι σε διαβεβαιώνω πως είναι δάκρια χαράς). Το σπίτι των δικών μου αν και τρελάδικο (λάθος στα τρελάδικα έχει πολύ ησυχία αυτό σου το διαβεβαιώνω επίσης). Αν και κάτι σαν ανοιχτή αγορά εν ώρα ακμής στο κέντρο της Αθήνας πες ή στον Πειραιά έστω (για να μη παραπονιέσαι Γιώργο!). Υπήρχαν κάτι στιγμές μουσικής, που ήταν απίστευτα όμορφες. Οι γονείς μου αν και δεν τα βρίσκουν σε σχεδόν τίποτα, τα βρίσκουν πάντα όταν βάζει η μητέρα μου δίσκους του Pavaroti. Και έτσι όπως ήμασταν τότε με τη γιαγιά μου την πιο όμορφη, το σκύλο να γαβγίζει, τη γάτα να τριγυρνά στα πόδια μας, τον αδερφό μου να μπαινοβγαίνει, την μητέρα μου να ταλαντεύεται μεταξύ κουζίνας και μπουγάδας, τον πατέρα με τις σακούλες από τις αγορές (κυρίως δικής του επιλογής), και όλο αυτό το χαμό. Ήταν η μουσική Του. Η φωνή Του. Και ο πατέρας μου, το θυμάμαι και γελάω, νόμιζε και νομίζει πως η φωνή του φτάνει εκείνη του μεγάλου τενόρου, και έτσι δυνάμωνε τόσο τον ήχο που σίγουρα έτρεμαν οι τοίχοι που χωρίζουν το σπίτι μας από εκείνο της Βούλας (γειτόνισσα από την Πελοπόννησο) η οποία η καημένη τι να πει. Δεν έλεγε ποτέ τίποτα για τη μουσική, αν βέβαια την άκουγε μιας και ο θόρυβος από τις φωνές και τα παιχνίδια των τότε μικρών παιδιών της σίγουρα έφταναν τη δύναμη του τενόρου.

Έτσι λοιπόν έμαθα όλα τα τραγούδια που παίζει τώρα στο αφιέρωμα, και ορισμένα από αυτά μπορώ να πω πως θυμάμαι και στίχους μιας και τα Ιταλικά είναι μια γλώσσα που μοιάζει πολύ με τα Γαλλικά αλλά περισσότερο ακόμα, με τα Ρουμάνικα, που ήταν μια γλώσσα που γυρόφερνε στο σπίτι μας τότε όπως και τώρα, όσο κι ας μην αρέσει αυτό στην μητέρα μου (δεν μπορώ να μη χαμογελάσω τρελά εδώ με την ανάμνηση της αντίδρασης της κάθε φορά που ο πατέρας μου πιάνει τα Ρουμάνικα για να της εξηγήσει κάτι). Εγώ να λεω πως δεν καταλαβαίνω για να το γυρίσει στα Ελληνικά (ενώ καταλαβαίνω τα πάντα αλλά μη του το πεις – λες και δεν το ξέρει).

Αλλά ΟΚ. Δεν σκόπευα να γράψω μόνο για τον Pavaroti. Αυτός καλά να είναι όπου κι ας είναι, τον ευχαριστώ προσωπικά για όσα δώρα που χάρισε και μου χαρίζει. Για πολλούς σαφώς και συνεχίζει η παρουσία του εδώ, σ’ αυτό το κόσμο, που σίγουρα χρειάζεται πολύ, μα πολύ, την μαγεία της μουσικής. Μάγοι λοιπόν όλοι οι μουσικοί, όλοι αυτοί οι δημιουργοί που μας χαρίζουν διαρκώς μια μελωδία να συνοδεύει αυτό το soundtrack της ζωής μας (της ζωής μου).

Πλησιάζει δώδεκα. Δυστυχώς χρειάζομαι κουρτίνες.

Για τη Θεσσαλονίκη και για τις εκλογές θα σου πω μετά.

Πιάσε πρώτο. Και μη ξεχάσεις.

Andrea Bocelli - Καλλιμάρμαρο - 1η Οκτωβρίου

Monday, September 10, 2007

Ο Φωνακλάς

Είμαι πολύ κουρασμένη.

Πάρα πολύ όμως.

Κυρίως ψυχολογικά μη με ρωτάς γιατί.

Στη γειτονιά μου μένει ένας φωνακλάς.

Θα ήθελα πολύ να χτυπήσω το κουδούνι του μια μέρα και να του ρίξω ένα κουβά κρύο νερό στο κεφάλι του μπας και σταματήσει.

Είπα σε ένα φίλο στη δουλειά πως γράφω εδώ (πρέπει να ήμουν υπό την επιρροή τρελής κούρασης). Και τώρα συμπάθα με. Μα μέχρι να το ξεπεράσω πως πιθανά διαβάζει και κάποιος που με ζει καθημερινά.

Δεν θα γράψω τίποτα (βρε τί πάθαμε).

Καλά αυτό ίσως κρατήσει μέχρι αύριο.

Νάνι.

(Γ. Σ'ευχαριστώ για τη βραδυνή συντροφιά σου - την είχα ανάγκη απόψε).

Saturday, September 08, 2007

Οι ζωές των Άλλων.

Οκτώ και μισή.

Είναι Σάββατο βράδυ και πίνω ένα φραπέ πολύ ελαφρύ λόγο Κωνσταντίνου (αλλά ούτε εσύ όμως καφέδες έτσι;). Με άρωμα βούτημα παξιμάδι που έπεσε κατά λάθος μέσα (καλά κάνουμε και λάθη εμείς οι της υψηλής κουζίνας – δεν φτάνω τις κουτάλες εκεί πάνω καλέ!).

Τελεία. Άνω, κάτω, δε βαριέσαι. Άκου εκεί να γράφει την μέρα των γενεθλίων μου για ένα θέμα που με έχει σπάσει σαφώς. Ε, αν δεν δείχνει αυτό βρε Άννα πως δεν σε πάει η φάση τι άλλο θες; (κάτι δικά μου).

Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα καλά υπάρχει κάποιος φυσιολογικός που θα ήθελε να διαβάσει πως ας πούμε έπεσε το βούτημα στο φραπέ, δεν πρόλαβα να βάλω παρκετίνι και τώρα τρέχει ένα πλυντήριο (το πρώτο μιας σειράς των πέντε!). Και μετά, είπα αν υπάρχουν άτομα που βλέπουν μεταγλωττισμένες βραζιλιάνικες σειρές δεν θα υπάρχουν και άτομα που διαβάζουν και τέτοιου τύπου διατυπώσεις;

Οπότε ναι. Κοιμήθηκα πολλές ώρες. Γιατί; Γιατί όταν θέλω να σβήσω το χτες, το πριν λίγο, το αχ και βαχ. Κοιμάμαι. Πιστεύω πως ο χρόνος και ο ύπνος κυρίως, και όσο αν γίνεται να τα συνδυάσουμε, βλέπε πολύς χρόνος στον ύπνο. Τότε είναι κάτι σαν ιατρικό. Αυτό πιστεύω. Αλλά συγνώμη λίγο για τον απο-συντονισμό μου, αλλά ομιλεί ο πρωθυπουργός της χώρας στην ΝΕΤ από την Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Και μετά σου λεει ψήφισε μικρό κόμμα. Όχι στον δικομματισμό και τα σχετικά. Να σου πω. Ναι. (Δεν μπορώ να γράφω και να τον ακούσω – προσπαθώ όπως μπορώ). Να υπήρχε ένα μικρό κόμμα το οποίο να είχε καλή διοργάνωση, σαφής στόχους, καλή διαχείριση. Είναι αυτό ο Συνασπισμός; Που μου πάει και μου αλλάζει σε ΣΥΡΙΖΑ; Τουλάχιστον ας ήταν σταθερό στην ίδια την ονομασία του, τουλάχιστον. Όταν τα ίδια τα στελέχη του, πηγαίνουν έρχονται στο ΠΑΣΟΚ; Για το ΠΑΣΟΚ είμαι βέβαιη τουλάχιστον αυτό. Το ΠΑΣΟΚ είναι κάτι σαν την πρώην σχέση μου. Πόσες ευκαιρίες θα της δώσεις πια; Είχε τόσα χρόνια να δοκιμαστεί, να αποδείξει τις ικανότητες της, τις έδωσες όλα τα αγαθά σου για να φτάσει όσο πιο μακριά γίνεται. Πίστεψες σε εκείνη, απογοητεύτηκες, αλλά έκανες υπομονή. Μέχρι εκεί που δεν άντεχες άλλο. Και έφυγες. Είσαι τώρα καλύτερα; Θέλεις χρόνο λοιπόν για να γίνεις καλύτερα, και μπορεί να μην φτάνουν τρις μήνες και μισό (βλέπε χρόνια).

Κάπως έτσι με το ΠΑΣΟΚ, και για μένα, σε ένα τόπο που υπέστη όσα υπέστη υπό ΠΑΣΟΚ, και από τη στιγμή που πέρα από μια ναζιάρικη σχεδόν αντιπολίτευση δίχως καμία ουσιώδης αντι-πρόταση. Τουλάχιστον για μένα πάντα έτσι. Δεν μπορώ να δώσω αυτή τη πρώτη ψήφο μου στη χώρα αυτή. Εκεί. Δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν σέβομαι όλους εκείνους που θα την δώσουν. Εδώ ακόμα και τους ΚΚΕ σέβομαι που έλεος δηλαδή. Τουλάχιστον διοικείται από μια γυναίκα. Σεβαστό, και ας έστειλε την κόρη της να σπουδάσει σε ιδιωτικά στην Αμερική. Ισχύει αυτό ή είναι δεξιός μύθος;

Ωραία. Ομιλεί ο πρωθυπουργός. Μάλιστα. Δηλαδή ακούω και μα τον Βούδα. Δεν πιστεύω μια. Άντε να υπάρχει ένα 0.09% αλήθειας σε όσα λεει. Μου μιλάει για ανεργία και τον χειροκροτεί το κοινό. Δημιουργήθηκαν λεει νέες θέσεις. Μου έρχεται να ξεράσω το βούτημα του καφέ. Οι θέσεις αυτές είναι μόνιμες; Οι θέσεις αυτές είναι πλήρης απασχόλησης; Μήπως είναι συμβασιούχων; Μήπως μιλάμε για εποχιακές θέσεις; Και μετά. Εντάξει πολιτική εκστρατεία κάνει ο άνθρωπος. Σωστός. Αλλά τις φωτιές πού τις βάζεις; Μπορεί να έρθει ένα κόμμα που να βάζει το περιβάλλον μπροστά; Να μου διοργανώσει ένα λειτουργικό σύστημα ανακύκλωσης. Να γίνει κάτι με τις χωματερές. Τουλάχιστον εκείνες που είναι κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Κι εγώ σαν πολίτης, δέχομαι να φορολογηθώ περισσότερο ναι. Για να υπάρχει μια καλύτερη περιβαλλοντολογική διαχείριση. Και όχι να φορολογηθώ για μια άθλια δωρεάν (ας γελάσω!) παιδεία, η οποία στηρίζεται σε τρελά συστήματα φροντιστηρίων και βάλε και άλλα τόσα δισεκατομμύρια σε σπουδές στο εξωτερικό. Για να μη μιλήσω για την εξαγωγή Ελληνικών «μυαλών», άλλοι λόγο δικής τους επιλογής (γιατί μετά από μια παιδεία δεκαετίας στο εξωτερικό ποιος γυρίζει εδώ;) αλλά και άλλοι εξόριστοι από καθίκια που στρογγυλοκάθονται σε θέσεις καθηγητών επικούρων και μη. Για να μη μιλήσω για την δωρεάν (ναι καλά!) υγεία, η οποία τουλάχιστον εγώ όσες φορές την χρειάστηκα (χτύπα ξύλο) πήγα τρέχοντας σε ιδιωτική περίθαλψη και όχι μόνο εγώ. Πόσοι άλλοι δεν πατάνε καν σε δημόσια γνωρίζοντας όλα αυτά περί λάθος διαγνώσεις, λάθος δοσολογίες στην αναισθησία, ατελείωτες αναμονές, και κυρίως, μα τον Ιούδα (εδώ με βρίζουν), μια ανεπάρκεια ευαισθησίας και πες ζητάω πολλά, ανθρώπινης ευγένειας του δημόσιου προσωπικού; Γιατί φίλε μου δεν φορολογούμαι για να μου προσφέρεις τις υπηρεσίες αυτές; Γιατί λοιπόν αυτά τα μούτρα; Οπότε ναι. Νέα Δημοκρατία μας πάει μπροστά που σκαει και η αφίσα ντάλα μεσημέρι στο δρόμο μου ίσα να σκοτωθώ με το ποδήλατο και θα ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που θα έβλεπα (μπρρρ). Τι να σου πω.

Η λάσπη της κυβέρνησης. Πόσο δύσκολο είναι λοιπόν να χαρτογραφηθούν τα δάση; Και ποιος συμφωνεί στις επισκέψεις μεγάλο-επιχειρηματιών στις πληγούσες (αυτό μαζί με την πύρινη λαίλαπα το άκουσα πάνω από χίλιες φορές σε δέκα μέρες) περιοχές; Δηλαδή πως μου πάει ο ξενοδόχος στον νομό Ηλίας και μετά μου καίγεται ολόκληρος (ο νομός όχι ο ξενοδόχος αν και χμ εδώ); Πως; Μπορώ εγώ να αφήσω τη ψήφο μου να πέσει στη ΝΔ όταν γίνεται εν γνώση μου κάτι τέτοιο;

Λευκό; Άκυρο;

Τι να σου πω.

Εδώ την ίδια μου τη ζωή δεν ξέρω καλά πως να την διαχειριστώ. Αλλά γι’ αυτό το θέμα. Μια επόμενη φορά. Είπα να βγω λιγάκι. Και να τον κλείσω αυτόν και τις άκυρες υποσχέσεις του.

Καλύτερα ο Τρίτος. Που τουλάχιστον δεν σου υπόσχεται τίποτα. Μα ούτε και δεν σου προσφέρει.

Υ.Γ. Αν διαβάζεις κ. Παπανδρέου θα σε παρακαλούσα να μη φωνάζεις τόσο όταν μιλάς σ'αυτές τις εκδηλώσεις τέλος πάντων τι είναι πάλι αυτά. Σε ακούμε μια χαρά. Λίγο πιο σιγά.

Ευχαριστώ.

Monday, September 03, 2007

Η εξορία. Οι Βρυξέλες. Και το πρόγραμμα.

Εντάξει πλησιάζει δώδεκα.

Νομίζω πως τέτοιες ώρες θα γράφω.

Είναι η ώρα που κανονικά γράφω τις εργασίες για την δουλειά. Για να μην τις πούμε «ρεπόρτ» και μας καταλάβουν.

Όχι δεν έκανα διακοπές φέτος - Όχι δεν θα προσαρμοστώ στους ρυθμούς του γραφείου σύντομα.

Βασικά.

Σήμερα αν και. Δεν. Θέλω. Να. Πάω. Στο. Γραφείο.

Πήγα. Και έφτασα και πάνω κάτω στην ώρα μου. Και κοιμήθηκα νωρίς. Και δεν άκουσα το ξυπνητήρι στις έξι και τέταρτο που το βάζω. Και ξύπνησα από μόνη μου στις οκτώ και τέταρτο. Και ήπια και τσάι αντί για καφέ όλη την ημέρα σήμερα.

Και βασικά στο γραφείο αν και ναι. Μπορώ να πω. Πως πέρασα ένα συνολικό δίωρο απόλυτου τίποτα (δηλαδή σερφάρω άρα υπάρχω). Έφαγα και μεσημεριανό με τα παιδιά (από το σπίτι σαλάτα και όχι κυρίες και κύριοι παραγγελία). Και έφυγα και πάνω κάτω στην ώρα μου.

Και πού είσαι. Μετά τις έξι δεν θέλω να ξαναφύγω ποτέ αγαπητέ από το γραφείο. Γιατί. Μου αρέσει και η ζωή εκτός. Έπρεπε να δω τη μαμά μου για να το θυμηθώ αυτό.

Σήμερα το απόγευμα είχα (και έχω) περίπου χίλιες δουλειές να κάνω. Σε λίγο σκέφτομαι κλείνω χρόνο στην δουλειά (στην Ελλάδα!) και ακόμα δεν αξιοποιήθηκα να βάλω μια τάξη στα χαρτιά. Το βιβλιάριο του ΙΚΑ. Το δίπλωμα. Κλπ. Κλπ. Όλο εκκρεμότητες εδώ κι εκεί. Και άμα δεις και το γραφείο θα κλαις. Οπότε αποφάσισα (όταν πήγα στη μαμά μου) να μην αγχώνομαι πια. Και πηγαίνω χαλαρά, χαλαρά. Αν προλάβω το ένα καλώς. Θα είναι το κατόρθωμα της ημέρας πες.

Ήθελα κάτι άλλο να πω. Πήρα δυο εισιτήρια για την συναυλία. Σήμερα στη δουλειά τυχαία εντελώς όλοι μιλούσαν για ένα θέμα που πρωταγωνιστεί στη ζωή μου τελευταία. Ακόμα και στο τηλέφωνο συνάδελφος. Πως του ήρθε. Συνωμοτεί το σύμπαν ενάντιων μου; Ή κάνω πάλι. Ένα προσωπικό λάθος; Οι γυναίκες στην οικογένεια μου. Λένε πως τα έχω χαμένα στον αισθηματικό τομέα.

Τραγουδάρα όμως. Πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα. Ναι;

Chelsea Hotel

I remember you well in the Chelsea Hotel,
You were talking so brave and so sweet;
Giving me head on the unmade bed,
While the limousines wait in the street.
And those were the reasons, and that was New York,
We were running for the money and the flesh;
And that was called love for the workers in song,
Probably still is for those of them left.

But you got away, didn’t you, baby,
You just turned your back on the crowd.
You got away, I never once heard you say:
“I need you, I don’t need you,
I need you, I don’t need you,”-
And all that jiving around.

I remember you well in the Chelsea Hotel,
You were famous, your heart was a legend.
You told me again you referred handsome men,
But for me you would make an exception.
And clenching your fist for the ones like us
Who are oppressed by the figures of beauty,
You fixed yourself, you said: “Well, never mind,
We are ugly, but we have the music.”

But you got away, didn’t you, baby,
You just turned your back on the crowd.
You got away, I never once heard you say:
“I need you, I don’t need you,
I need you, I don’t need you,”-
And all that jiving around.

I don’t mean to suggest that I loved you the best;
I don’t keep track of each fallen robin.
I remember you well in the Chelsea Hotel –
That’s all, I don’t even think of you that often.


Καμιά φορά. Διαβάζεις κάτι. Ακούς κάτι. Και λες. Πως έγινε και του ήρθε να το γράψει αυτό;

Καμιά φορά. Σκέφτομαι τους χιονισμένους δρόμους της νύχτας. Οι σκέψεις αυτές έρχονται συνήθως με την μουσική, με λέξεις κλειδιά. Όπως Νέα Υόρκη. Όπως κάτι μπλουζ κομμάτια. Ότι είναι Κοέν βασικά. Είναι εγώ. Και πρέπει κάποια στιγμή να του το πω.

Ήταν έξι. Γύρισα νωρίς σχετικά από την δουλειά. Και άλλαξα γρήγορα φόρεσα ένα τζιν, και έριξα λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο μου να φύγει όλη η άνοια της ημέρας και του «δεν θέλω να πάω τώρα γραφείο». Ξάπλωσα για λίγο. Και με πήρε ένας βαρύς και συνάμα βιαστικός ύπνος. Ήταν εφτά και κάτι. Και με ξύπνησε μια κοπέλα στο ακουστικό μια δημοσκόπηση για τα ΜΜΕ. Δεν ήξερα βασικά σε ποιο τμήμα ανήκω στο Άλφα ή στο Βήτα. Προσπάθησα να της πω πως γράφτηκα στα Πατήσια. Στα Άνω ή στα Κάτω με ρωτά; Στη Πλατεία Αμερικής βασικά της απαντώ. Αλλά μετά πέρασα στην Αγία Παρασκευή. Δηλαδή εκεί δήλωσα. Αλλά τώρα που μένετε με ρωτά; Και βασικά. Δεν ήξερε η ίδια αν είμαι στην Α’ ή στην Β΄. Γ’ την ρωτάω δεν υπάρχει;

Αν είναι καλύτερα οι συνθήκες τώρα σε σχέση με πριν. Τις μισές ερωτήσεις δεν τις κατάλαβα. Ούτε εκείνη άλλωστε. Απαντήστε μου λεει το 1 για καθόλου το 4 για πάρα πολύ. Μα δεν σας καταλαβαίνω. Δεν τον γνωρίζω τον υποψήφιο για τον οποίο μιλάτε. Και βασικά. Δεν έχω τηλεόραση δεν το παρακολούθησα το τελευταίο. Δεν ξέρω πια άποψη να εκφέρω. Ο συνασπισμός άλλαξε ονομασία τώρα; Μάλιστα.

Αν κάποιος δεν σου τηλεφωνεί και σου λεει πως πάντα έχει δουλειά και είναι απασχολημένος δεν σημαίνει αυτό πως δεν ενδιαφέρεται και βασικά τράβα για αλλού ας πούμε; Εγώ νομίζω πως έτσι είναι. Αλλά γιατί κολλάμε σε τέτοιες φάσεις ώρες, ώρες, όταν όλα σου λένε, προχώρα, ξεκόλλα. Κι εσύ εκεί. Στο αδύνατο. Στο ολοφάνερο. Στο κόσμο σου.

Τυχαία εντελώς πρόλαβα σε μια ώρα να διευθετήσω όλες τις απογευματινές μου εκκρεμότητες, και βρήκα και λαχανάκια Βρυξελών στο σούπερ, και αγόρασα και δυο εισιτήρια για την συναυλία. Και μετά σε άλλη μια ώρα. Μαγείρεψα. Μάζεψα τα ρούχα. Χάζεψα τον ουρανό και την πανέμορφη αυτή νύχτα. Άκουσα μουσική. Σκέφτηκα για μερικά κλάσματα δευτερολέπτων πως πρέπει να τελειώνω με τα ρεπόρτ της δουλειάς πριν με πάρουν χαμπάρι (με πήραν ήδη). Πριν φτάσει στο απροχώρητο (έφτασε ήδη). Και έγραψα δυο λέξεις από την εξορία μου.

Εδώ.

Μικρή κράταγα ένα ροζ ημερολόγιο με μια μικρή κλειδαριά. Και μάλιστα είχα γράψει και προειδοποίηση πως έχει να γίνει βιβλικό κακό αν κανείς τολμήσει και το διαβάσει. Δηλαδή θέλω να πω.

Πως θα βάλω ένα πρόγραμμα αυτή την εβδομάδα.

Για να φτάσω στην Παρασκευή και να πω.

Την Κυριακή. Εκδρομή.

Θα τον ξεπεράσω (και αυτόν).

Κλείνω τα μάτια. Μια γουλιά από το παγωμένο (ας πούμε) τσάι λεμόνι. Το κουμπάκι που σιωπά τον ανεμιστήρα. Το άλλο που σταματά τα όργανα της μουσικής. Τα πράσινα σεντόνια.

Η τελευταία ματιά. Στις έξι και τέταρτο.

Πρέπει να κάνω διακοπές.

Sunday, September 02, 2007

Εισαγωγή Μέρος Δεύτερο.

Εντάξει πλησιάζει δώδεκα.

Ένα ποτήρι μισό-γεμάτο (αισιόδοξη είδες) με κόκκινο κρασί, εκείνο το Παπαιωάννου του 2003, μια προσφορά Νικολαίδη (το σπίτι μας).

Το μπουκαλάκι με την εμφιαλωμένη ανασφάλεια μου στάζει την υγρασία του δωματίου στο ψάθινο σουβέρ. Εκλεκτή η διάλεκτος της νεαρής (πότε έφυγε το 1978;).

Τρύπες στο ραδιόφωνο (φιλτραρισμένη μουσική, αλλά ΟΚ. Δεκτή. Λογοκρισία στην Ελευθερία της Έκφρασης – ποια ελευθερία; Ένα άγαλμα που κράζει τον καημό του – στιγμιότυπα Καθημερινής 02 Σεπτεμβρίου 2007 – Να γαμηθείτε κόμματα και δημοσιογράφοι μαζί!).

Ο ουρανός στο παρά πέντε της βροχής, όπως όταν θες να φτερνιστείς και δεν σου βγαίνει, και μένεις με μια φαγούρα στη μύτη, και τα μάτια, υγρά, κόκκινα. Μια αστραπή που έσκισε τον ουρανό, από του Χολαργού την Β’ είσοδο μέχρι της Αγίας Παρασκευής την πλατεία (σε περιμένω στο τέρμα της Ιωάννου με το ποδήλατο).

Τα ρούχα. Λίγο πολύ παντού.

Ο ιδρώτας. Λίγο πολύ παντού.

Τα μηχανάκια λάστιχα που λιώνουν στην καυτή άσφαλτο της γειτονιάς μου.

Το πιάτο με τα ψίχουλα από παντεσπάνι βανίλιας, την κρέμα σοκολάτας και τη σαντιγί των γενεθλίων μου. Τα 29 κεράκια μου. Δεν θα ρουφήξω τον καπνό σας.

Σβηστός ανεμιστήρας. Ρεπό της υπερωρίας του. Στο καλώδιο ένα κίτρινο υγρό που κολλάει, απόδειξη της κατάχρησης που υπέστη. Εργατική διαμαρτυρία.

The Cure. I will always love you.

Δεν. Θέλω. Να. Πάω. Στο. Γραφείο. Αύριο.

Δεν. Θέλω. Να. Πάω. Στο. Γραφείο. Μεθαύριο.

Δεν θέλω. Να κοιμηθώ.

Δεν θέλω. Να Ξυπνήσω.

Θέλω να ταξιδέψω. Με ένα φόρεμα. Κόκκινο. Ακριβό μετάξι από τις Ινδίες.

Όπως υποσχεθήκαμε. Η μία στην άλλη. Και ύστερα με ένα φιλί υγρό σαν την πρώτη βροχή του φθινοπώρου. Σφραγίσαμε την υπόσχεση μας.



Είναι νύχτα και ο δρόμος. Δικός μας.

Τα σγουρά μαλλιά σου. Στα δάχτυλα μου.

Το άρωμα σου. Ο καπνός μου.

Το δέρμα σου. Ο χάρτης μου.

Το βλέμμα σου. Ο οδηγός μου.

Ο ιδρώτας σου. Το νερό της όασης μου.

Η ανάσα σου. Η αναπνοή μου.

Η καρδιά σου. Ο κρυφός θησαυρός μου.

.

Ήταν Κυριακή. Είχα γενέθλια. Έφαγα δυο φέτες από το γλυκό μου. Απάντησα στα μισά τηλεφωνήματα. Χάιδεψα με το βλέμμα μου το ροζ της δύσης. Πάγωσα στο τελευταίο φως της μέρας την δύναμη της αστραπής. Δεν έβρεξε. Αλλά θα μπορούσε να είχε γίνει. Δεν ήρθες.

Αλλά ήσουν εδώ.

Friday, August 31, 2007

H Forthnet, το Musicheaven και το KKE

Το πρώτο μου κείμενο, ήθελα να είναι κάτι σαν μια εισαγωγή στο ποιά είμαι, από πού έρχομαι, πού πάω, και τα σχετικά. Αλλά λόγο επικαιρότητας, θα το αφήσω για το επόμενο. Έτσι και αλλιώς το όλο μπλογκ είναι όσο ακατάστατο όσο το αληθινό "σπίτι μου", δηλαδή θα ήθελα να άλλαζα φόντο, να έβαζα μια φωτογραφία επιλογής να εδώ, κανένα τραγουδάκι για τους επισκέπτες, να κάτι από το "Cirque de Soleil", σε στυλ Allegria, λινκς από ενδιαφέροντα σάιτ και φίλους, γνωστούς.



Αλλά είμαι το άτομο που ξεχνά άνα δίμηνο τον κωδικό του banking μου, που έβαλα τα κλειδιά του αυτοκινήτου, το όνομα του καθηγητή των οικονομικών κι ας περάσαμε τόσα βράδια με κουβέντα και φθινοπωρινό ελαφρύ αεράκι του Μόντρεαλ.



Γιατί γράφω σήμερα πέντε και κάτι το πρωί (αντί να κάνω το τζόγκιγκ μου;)



Γιατί σήμερα, αν και πάλι δεν κοιμήθηκα καλά, αν και πάλι ξέχασα το φως της κουζίνας ανοιχτό, αν και πάλι όσο κι ας το πάλεψα μελαγχόλησα με τη πάρτι μου, τις αποφάσεις μου, αλλά και την κατάσταση στην χώρα στην οποία διάλεξα να ζω. Διάβασα κάποια σχόλια για το άτομο μου, σε ένα σάιτ που χρόνια τώρα επισκέπτομαι σε καθημερινή σχεδόν βάση (καλά όχι και τόσα πολλά χρόνια - δυο νομίζω;). Κάτι για τη μνήμη να θυμηθώ να πάρω.



Επειδή δεν ξέρω τώρα πως να βάλω λινκ, και επειδή εδώ δεν ξέρω καν αν θα.

Τώρα αν σου πω, πως έγραψα ένα κατεβατό τρις σελίδες και χάθηκε θα το πιστέψεις;

Είναι έξι.

Θα το ξαναγράψω δεν μου γλιτώνει, αύριο. Ή μετά το φούρνο πριν τις εφτά; Λες;

Ένα μεγάλο ευχαριστώ. Στα παιδιά του χέβεν που γράφουν για τη διαγραφή. Δεν ήξερα πως υπήρχε και κάποιος που διάβαζε και αγαπούσε αυτά που έγραφα εκεί. Δηλαδή ένας-δυο που λάδωνα κατά καιρούς, τους ξέρω. Αλλά οι υπόλοιποι; Μου κάνει εντύπωση φοβερή.

Θα το ξαναγράψω το κείμενο.

Τα πρωινά φιλιά μου σε όλους εσάς. Συντονιστές μαζί.