Τρίτη 13 Μαίου 2008.
Είναι βράδυ. Έκανα ένα ντους και αναστέναξα πρέπει να πήρα δυο ή τρις βαθιές ανάσες. Ξέρεις εκείνες που πλησιάζουν στην ένταση τον οργασμό ή και την αγανάκτηση, μπορείς να πεις και την απελευθέρωση όποιας μορφής.
Μου την έδωσε η μέρα. Ξέρω είμαι ζωντανή και σε ευχαριστώ. Θα έπρεπε να μην την βγάζω σε ένα παγκάκι στη μέση του πεζόδρομου στην κεντρική του Πειραιά είναι ένα λιμάνι, ναι.
Οι ουρές στα βενζινάδικα. Το ραδιόφωνο και όλο αυτό το παράλογο. Που συμβαίνει γύρω μου. Και δίνω το εταιρικό για πλύσιμο. Και μου λεει το παιδί αν θέλω και βενζίνη. Κοιτάζω την αφίσα όπου γράφει με σπρέι μαύρο ένα πρόχειρο : βενζίνη τέλος. Το τέλος είναι υπογραμμισμένο για να το εμπεδώσουν οι περαστικοί οδηγοί.
Τον κοιτάζω. Το ξαναδιαβάζω. Μου λεει πως κράτησαν λίγη για τους «καλούς πελάτες». Λες και είναι κάποια μαύρη αγορά. Του απαντώ πως όχι είμαι ΟΚ. Εξάλλου το αυτοκίνητο το έχω μόνο για τις δουλειές της εργασίας μου. Για τα δικά μου, υπάρχει το μετρό. Το ποδήλατο. Οι φίλοι. Οπότε ναι. Μου φτάνει λιγότερο από μισό ντεπόζιτο για αυτές τις δουλειές τις εξωτερικές. Του απαντώ αφήστε μπορεί κάποιος να την χρειάζεται περισσότερο. Είναι καλό παιδί. Αναπνέει αυτό το καρκίνο καθημερινά, με όλους αυτούς τους μαλάκες που στήνονται στις ουρές και τον βρίζουν. Που αργεί. Μήπως και αργήσουν. Στο ραδιόφωνο ο ηλίθιος εκφωνητής του Antenna (θα μου πεις πως τον άκουσες; Κατά λάθος μανία την έχω να αλλάζω διαρκώς σταθμούς). Λεει πως το καλό σε όλο αυτό το «πανικό» είναι πως θα κάνουμε λεει «οικονομία» στη βενζίνη.
Το γεγονός πως για τόσο λίγο, θα δώσουμε ένα διάλειμμα στην μισοπεθαμένη φύση της πόλης. Στα παιδιά μας να αναπνεύσουν λιγάκι. Στους ηλικιωμένους. Σε μας τους ίδιους, τους νέους, τους μεσήλικες, μαλάκες, που στηνόμαστε σε ουρές, μήπως και δεν προλάβουμε το τέλος του κόσμου έτσι μπουρδέλο όπως τον στήσαμε.
Σκεφτόμουν στο παγκάκι, το βρώμικο, στη μέση του βρώμικου πεζόδρομου, στο βρώμικο κέντρο, του βρώμικου Πειραιά, ένα λιμάνι, μιας βρώμικης πόλης, σε μια «βρώμικη» χώρα. Πως τι γυρεύω εδώ και πως πράγματι έφτασα στα όρια της αντοχής μου. Να γαμηθούνε, τι να πρωτο-προλάβω. Πως να εξηγήσω στους ηλίθιους που γεμίζουν τα μαγαζιά λες και έρχεται η συντέλεια του κόσμου αν δεν ψωνίσουμε κάθε Σάββατο πρωί έτσι πανικός, μη χάσουμε το συνολάκι, όσο κι όσο, πάντα ένας γαμημένος πανικός παντού. Πως να εξηγήσω πως πάρε τα πόδια σου μαλάκα να πας στο κέντρο, και μην παρκάρεις το τζιπ το ένα το άλλο σου πάνω σε πεζοδρόμια, πάρε το μετρό. Πάρε το ποδήλατο σου δεν είναι ντροπή. Δεν είναι ντροπή να λες, πως ναι ρε, είναι λίγα τα λεφτά εδώ σ’ αυτό το τόπο για τις τιμές της ζωής. Και πρέπει να κάνω οικονομία, να μην αγοράσω το κινητό το τελευταίο που κάνει 150 ευρώ γιατί απλά δεν με φτάνει ο μισθός. Και δεν είναι ντροπή, να προσέχεις το περιβάλλον σου, δεν είσαι γελοίος αν προσέχεις την ανακύκλωση σου, αν αφήνεις τους πεζούς να περάσουν όταν οδηγείς, αν αφήνεις τους οδηγούς να στρίψουν σε ένα στενό, αν δεν κάνεις σαν υστερικός επειδή ο μπροστά δεν ξεκίνησε στο δευτερόλεπτο που άλλαξε το φανάρι.
Δεν είναι ντροπή να φοράς τα περσινά σου ρούχα, να μην είσαι διαρκώς στην μόδα, να μην κάνεις ακριβές διακοπές. Δεν είναι ντροπή να ομολογήσεις πως υπάρχουν σαφώς προβλήματα σ’ αυτό το τόπο. Δεν είναι ντροπή, και δεν είσαι ούφο, αν πας να καθαρίσεις μια παραλία μια Κυριακή, αν πας να φυτέψεις δέντρα, αν δώσεις λίγο από τον ελεύθερο χρόνο σου να κάνεις κάτι για τον συνάνθρωπο σου. Να κάνεις μια παρατήρηση σε κάποιον που σου φωνάζει δίχως λόγο. Για όλη αυτή τη φασαρία της πόλης αυτής, την οποία δεν αντέχω άλλο απλά.
Δεν αντέχω να είναι μεσημέρι καθημερινής και να είναι τίγκα οι καφετέριες με τριαντάρηδες που σαπίζουν με φραπέ και τσιγάρα, μεσημεριάτικα, για ένα όνειρο της ρέκλας. Και της πάρτης. Ο καθένας για την πάρτη του έτσι έτσι. Και μη ξεχάσεις να πετάξεις τη γόπα σου στο δάπεδο. Ή καλύτερα σε ένα δάσος. Καταπράσινο να το ισοπεδώσεις και αυτό.
Κουράστηκα. Να μην καταλαβαίνουν, έστω οι περισσότεροι, πως αυτή η απεργία είναι ότι καλύτερο συνέβη το τελευταίο χρόνο τουλάχιστο όσο είμαι εδώ. Και μιλώ για τη βενζίνη των πολιτών. Γιατί όσο αφορά τις μεταφορές πρώτων υλών, αν έχουν κρατήσει βενζίνη για εμένα την ασήμαντη. Μη με γελάς πως δεν κράτησαν και για εκείνους. Ανόητα ΜΜΕ, εγκληματίες, αλήθεια, με αυτή τη προπαγάντα την συνεχόμενη τρομοκρατία.
Καθώς την ίδια στιγμή που αναμένεις στην ουρά με το μπιντόν, στην Κίνα, «οι νεκροί ξεπέρασαν τους 12,000." Δώδεκα χιλιάδες νεκροί. Ποιος τη χέζει τη βενζίνη για το ντεπόζιτο μου; Θα πάρω το μετρό. Θα πάρω το ποδήλατο. Θα συναντηθώ με φίλους θα ταξιδέψουμε μαζί. Θα αλληλο-εξυπηρετηθούμε.
Θέλω να φύγω.
Δεν ξέρω τι με κρατάει εδώ.
Απόψε. Ακόμα ούτε και εσύ.
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_13/05/2008_232412
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
3 comments:
Ε, τώρα δεν μπορώ να κρύψω χαμόγελο. (αν και σε διαβάζω αρκετό καιρό)
Ούτε εγώ ξέρω τί με κρατάει...γενικά...
Post a Comment