Ακούγοντας αυτόν τον δίσκο: Σκέφτομαι, πως το αγαπημένο μου αυτό το βράδυ είναι αυτό:
Πατόντας ξανά και ξανά το replay, σκουπίζω τον ιδρώτα από τον λαιμό μου,
πίνω μια λουγιά από το τσάι που ετοίμασα μόλις πριν μία ώρα πρέπει να ήταν.
Σκέφτομαι πως θα ήθελα να βρω ένα βιβλίο του:
Philip Tetrault.
Ένας ποιητής που πάσχει χρόνια από παρανοική σχιζοφρένεια. Ζει μεταξύ τους παγωμένους δρόμους του Μόντρεαλ και τα ψυχιατρικά ιδρύματα τα οποία τον "φιλοξενούν" κατά καιρούς. Λύτρωση βρίσκει στα γραπτά του. Στην φύση. Και στους αγαπημένους φίλους και συγγενείς. Την κόρη του.
Διαβάζω ένα αρκέτο μεγάλο μπλε βιβλίο ψυχανάλυσης τύπων, του διάσημου Φρόυντ. Και σχετίζω τον ποιητή Τετρό με τον πρόεδρο Σρέμπερ. Πίνω άλλη μια γουλιά. Πικρό.
Και σκέφτομαι.
Πως θα σου γράψω κάτι έτσι απόψε γιατί.
Γύρισα μόλις από ένα ταξίδι στην Αμοργό.
Το ταξίδι θα αρχίσει όπως τελείωσε.
Θα ήθελα να σου το γράψω όλο στα αγγλικά.
Θα ήθελα να σου το γράψω όλο στα γαλλικά.
Σκέφτομαι μονάχα πως.
Πρέπει να εξασκώ διαρκώς τα μανδαρινά.
Κι έτσι.
Σου το γράφω στα ελληνικά. Με το συμπάθιο. Και με μικρά γράμματα δειλά.
Κόκκινο το καράβι, κόκκινα πανιά άπλωσε στο λιμάνι, άφησε βαθιά μέσα της την άγκυρα του.
Ένιωσα καθώς έσκιζε την ηρεμία της. Την ψυχραιμία της.
Τα νερά ταλαιπωρημένα ήταν μου είπες.
Κοίταξε πως είναι διάφανα. Και έλεγες πως ήμασταν ακόμη στο ανοιχτό πέλαγος.
Όμως εγώ είδα το μαύρο αίμα. Τις κηλίδες να μαρτυρούν τον φόνο. Της φύσης.
Λιμάνι μου είπες. Κι εγώ σου έδειξα με το δάχτυλο αυτή τη φορά θρασύς το γκρίζο αυτό σύννεφο που θα μας έκοβε την ανάσα μας.
Σε λίγο.
Με φίλησες.
Φορούσες κι εσύ ένα κόκκινο πουκάμισο. Και ο δρόμος ήταν τρομαχτικός πολύ γιατί έπεσε το σκοτάδι σου είπα. Και στο πέλαγος, ανοιχτό, ζωγράφισε ο ουρανός το δειλινό. Και μου είπες. Να μην φοβάμαι και πως.
Φώτα μέσα στην νύχτα. Γρήγορο βάδην για να μην με φτάσεις. Μην με πιάσεις. Μην με ανακαλύψεις. Μην με τρομάξεις. Μην.
Στην Αμοργό έμεινα οκτώ δειλινά και οκτώ ανατολές.
Τις μέτρησα στο σώμα σου όταν εσύ κοίταζες αλλού. Όταν εσύ κοιμόσουν διάβαζα τον χάρτη και κατάστρωνα.
Σχέδια δραπέτευσης από την ευτυχία σου.
Ήταν οι αρχαίες πόλεις που έπρεπε να διασχίσω.
Τα Κατάπολα – Τα Μίνωα – Στην χώρα λευκός ο αέρας φυσούσε την πλατεία με τα μεγάλα δέντρα μου είπες ποια ήταν – σου είπα. Λόζα.
Στην Αγία Άννα. Περπατήσαμε μαζί στο αριστερό μονοπάτι, και στο βάθος. Φυσούσαν οι δαίμονες λέει την διαμαρτυρία τους της οποίας μονάχοι μάρτυρες.
Οι γάτες που τάιζαν οι μοναχοί. Στα μαύρα ντυμένοι. Κι εγώ έσκυψα να περάσω στο κατώφλι της. Χοζοβιώτισσας. Με οδήγησες στην πύλη. Κι εγώ γλίστρησα. Μονάχα που στην απουσία σου.
Οι τοίχοι άφησαν τον άνεμο να με σηκώσουν ψηλά.
Πάνω από το πέλαγος με τα μεγάλα. Με τα δυνατά κύματα.
Μου είπες.
Πως κοίταξε πως δεν υπάρχει καμία σειρά στα κύματα.
Και είναι πράγματι ελεύθερα.
Η αγάπη σου έτρεξε σαν δάκρυ ζεστό στο μάγουλο σου. Καθώς γυμνοί στην άγρια θάλασσα του Μούρου. Βουτήξαμε και έτσι αθώοι όπως ήμασταν.
Χαθήκαμε.
Μέχρι να μας βρει. Το μονοπάτι από την Αιγιάλη στον Κάτω. Στον Άνω Ποταμό. Με το ηλιοβασίλεμα λίγο πριν σβήσει η οθόνη. Μέχρι τα Θολάρια. Και πίσω.
Ξεχνώ κάτι.
Θυμάμαι τι.
Ένα δαχτυλίδι. Γαλάζιο. Και πράσινο.
Σαν την ανάμνηση που μου χάρισες.
Τις οκτώ αυτές νύχτες. Τις οκτώ αυτές μέρες.
Μακριά και αλήθεια τόσο πολύ κοντά.
Για το ταξίδι. Θα σου γράψω άλλη φορά. Τελείωσα βλέπεις και το τσάι μου.
Ηχεί μονάχα το βουητό του ανεμνηστήρα στο δωμάτιο μου.
Κάτω Χαλάνδρι. Επιστροφή. Στην Αλήθεια.
Θα ήθελα να σου το γράψω όλο στα αγγλικά.
Θα ήθελα να σου το γράψω όλο στα γαλλικά.
Σκέφτομαι μονάχα πως.
Πρέπει να εξασκώ διαρκώς τα μανδαρινά.
Κι έτσι.
Σου το γράφω στα ελληνικά. Με το συμπάθιο. Και με μικρά γράμματα δειλά.
Κόκκινο το καράβι, κόκκινα πανιά άπλωσε στο λιμάνι, άφησε βαθιά μέσα της την άγκυρα του.
Ένιωσα καθώς έσκιζε την ηρεμία της. Την ψυχραιμία της.
Τα νερά ταλαιπωρημένα ήταν μου είπες.
Κοίταξε πως είναι διάφανα. Και έλεγες πως ήμασταν ακόμη στο ανοιχτό πέλαγος.
Όμως εγώ είδα το μαύρο αίμα. Τις κηλίδες να μαρτυρούν τον φόνο. Της φύσης.
Λιμάνι μου είπες. Κι εγώ σου έδειξα με το δάχτυλο αυτή τη φορά θρασύς το γκρίζο αυτό σύννεφο που θα μας έκοβε την ανάσα μας.
Σε λίγο.
Με φίλησες.
Φορούσες κι εσύ ένα κόκκινο πουκάμισο. Και ο δρόμος ήταν τρομαχτικός πολύ γιατί έπεσε το σκοτάδι σου είπα. Και στο πέλαγος, ανοιχτό, ζωγράφισε ο ουρανός το δειλινό. Και μου είπες. Να μην φοβάμαι και πως.
Φώτα μέσα στην νύχτα. Γρήγορο βάδην για να μην με φτάσεις. Μην με πιάσεις. Μην με ανακαλύψεις. Μην με τρομάξεις. Μην.
Στην Αμοργό έμεινα οκτώ δειλινά και οκτώ ανατολές.
Τις μέτρησα στο σώμα σου όταν εσύ κοίταζες αλλού. Όταν εσύ κοιμόσουν διάβαζα τον χάρτη και κατάστρωνα.
Σχέδια δραπέτευσης από την ευτυχία σου.
Ήταν οι αρχαίες πόλεις που έπρεπε να διασχίσω.
Τα Κατάπολα – Τα Μίνωα – Στην χώρα λευκός ο αέρας φυσούσε την πλατεία με τα μεγάλα δέντρα μου είπες ποια ήταν – σου είπα. Λόζα.
Στην Αγία Άννα. Περπατήσαμε μαζί στο αριστερό μονοπάτι, και στο βάθος. Φυσούσαν οι δαίμονες λέει την διαμαρτυρία τους της οποίας μονάχοι μάρτυρες.
Οι γάτες που τάιζαν οι μοναχοί. Στα μαύρα ντυμένοι. Κι εγώ έσκυψα να περάσω στο κατώφλι της. Χοζοβιώτισσας. Με οδήγησες στην πύλη. Κι εγώ γλίστρησα. Μονάχα που στην απουσία σου.
Οι τοίχοι άφησαν τον άνεμο να με σηκώσουν ψηλά.
Πάνω από το πέλαγος με τα μεγάλα. Με τα δυνατά κύματα.
Μου είπες.
Πως κοίταξε πως δεν υπάρχει καμία σειρά στα κύματα.
Και είναι πράγματι ελεύθερα.
Η αγάπη σου έτρεξε σαν δάκρυ ζεστό στο μάγουλο σου. Καθώς γυμνοί στην άγρια θάλασσα του Μούρου. Βουτήξαμε και έτσι αθώοι όπως ήμασταν.
Χαθήκαμε.
Μέχρι να μας βρει. Το μονοπάτι από την Αιγιάλη στον Κάτω. Στον Άνω Ποταμό. Με το ηλιοβασίλεμα λίγο πριν σβήσει η οθόνη. Μέχρι τα Θολάρια. Και πίσω.
Ξεχνώ κάτι.
Θυμάμαι τι.
Ένα δαχτυλίδι. Γαλάζιο. Και πράσινο.
Σαν την ανάμνηση που μου χάρισες.
Τις οκτώ αυτές νύχτες. Τις οκτώ αυτές μέρες.
Μακριά και αλήθεια τόσο πολύ κοντά.
Για το ταξίδι. Θα σου γράψω άλλη φορά. Τελείωσα βλέπεις και το τσάι μου.
Ηχεί μονάχα το βουητό του ανεμνηστήρα στο δωμάτιο μου.
Κάτω Χαλάνδρι. Επιστροφή. Στην Αλήθεια.
2 comments:
Επισκέπτομαι τον φίλο άγγελο.
Και μάλλον ονειρεύομαι.
Γιατί δεν μπορώ να του αφήσω ένα σχόλιο σε ένα άλλο υπέροχο στίχο του.
Πως τρελός γίνεσαι. Μονάχα όταν το καταλαβαίνεις ο ίδιος.
Ξέρω πως χαμογελάς. Κι εγώ ακούω συχνά την ίδια μουσική σου.
Μου λείπουν απλά, χαζά πράγματα.
Δεν ονειρεύεσαι Άννα.
Χαμογελάω για λάθος λόγους.
Και το χειρότερο απ' όλα.
(...)
Να είσαι καλά.
Post a Comment