http://www.youtube.com/watch?v=l3IRnJYLHhU
Text to follow...
Πρέπει να έπαιξε αυτό το τραγούδι εκατό φορές τις τελευταίες μέρες.
Θυμάμαι μια εποχή που ήθελα να μάθω μοντέρνο χορό.
Νομίζω πως το μοναδικό που συγκρίνεται με την ελευθερία που προσφέρει αυτός ο χορός είναι ο. Θάνατος.
Χρειάζομαι κάποιες μέρες να συνέλθω.
Νομίζω πως είμαι.
Ερωτευμένη.
Sunday, January 20, 2008
Sunday, January 13, 2008
Βέδα.
Σε φιλοξενώ για λίγες μέρες στο σπίτι μου.
Στο μπάνιο και στην κουζίνα που λερώνεις διαρκώς.
Στα παπούτσια, στα ρούχα, στα ριχτάρια και στα χαλιά που δαγκώνεις παίζοντας.
Στους νυχτερινούς εφιάλτες σου που μας ξυπνάνε σαν ξυπνητήρια ελβετικά στις τέσσερις το πρωί ακριβώς.
Στο φαγητό που δεν τρως.
Στο γάλα που πίνεις με λαιμαργία και αποβάλεις απευθείας.
Στη ζεστασιά που ψάχνεις στο κορμί μου τέσσερις με πέντε καθημερινά ξημερώματα.
Στην απόφαση σου να κοιμηθείς επιτέλους κατά τις επτά και μισή όταν ξυπνά η δική μου μέρα.
Στον κτηνίατρο σου που έφερε τα έξω μέσα έξω μου. Και το φαγητό του που μονάχα εκείνο προτιμάς.
Στα απογεύματα που τρέχω να προλάβω μήπως και σε πήραν είδηση οι γείτονες μου.
Στους φίλους και γνωστούς που παρακαλώ να καλύψουν τις επαγγελματικές απουσίες μου.
Σε φιλοξενώ επειδή είσαι ένα μωράκι. Που κάποιος ανόητος άφησε σε ένα διάζωμα στον κεντρικό της Εύβοιας. Που άλλος έφερε στο σπίτι μου Δευτέρα βράδυ. Επειδή είπα πως θα κάνω ότι μπορώ για σένα κι ας μην έχω τον χρόνο, τον χώρο, και τα μέσα.
Η αλήθεια είναι πως θα σε αφήσω και εγώ.
Μόνο που δεν ξέρω ακόμα. Πού. Πότε. Και πως.
Συμπάθα με. Δεν είμαι όσο δυνατή όσο εσύ.
(Maisy's Puppies - by Hannah - DeviantArt)
Στο μπάνιο και στην κουζίνα που λερώνεις διαρκώς.
Στα παπούτσια, στα ρούχα, στα ριχτάρια και στα χαλιά που δαγκώνεις παίζοντας.
Στους νυχτερινούς εφιάλτες σου που μας ξυπνάνε σαν ξυπνητήρια ελβετικά στις τέσσερις το πρωί ακριβώς.
Στο φαγητό που δεν τρως.
Στο γάλα που πίνεις με λαιμαργία και αποβάλεις απευθείας.
Στη ζεστασιά που ψάχνεις στο κορμί μου τέσσερις με πέντε καθημερινά ξημερώματα.
Στην απόφαση σου να κοιμηθείς επιτέλους κατά τις επτά και μισή όταν ξυπνά η δική μου μέρα.
Στον κτηνίατρο σου που έφερε τα έξω μέσα έξω μου. Και το φαγητό του που μονάχα εκείνο προτιμάς.
Στα απογεύματα που τρέχω να προλάβω μήπως και σε πήραν είδηση οι γείτονες μου.
Στους φίλους και γνωστούς που παρακαλώ να καλύψουν τις επαγγελματικές απουσίες μου.
Σε φιλοξενώ επειδή είσαι ένα μωράκι. Που κάποιος ανόητος άφησε σε ένα διάζωμα στον κεντρικό της Εύβοιας. Που άλλος έφερε στο σπίτι μου Δευτέρα βράδυ. Επειδή είπα πως θα κάνω ότι μπορώ για σένα κι ας μην έχω τον χρόνο, τον χώρο, και τα μέσα.
Η αλήθεια είναι πως θα σε αφήσω και εγώ.
Μόνο που δεν ξέρω ακόμα. Πού. Πότε. Και πως.
Συμπάθα με. Δεν είμαι όσο δυνατή όσο εσύ.
(Maisy's Puppies - by Hannah - DeviantArt)
Sunday, January 06, 2008
ZoO.
Picture titled "Fast slow living" by skankinmonkey from deviantART.
Text to follow...
Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Σκέφτεσαι επέζησα τον σεισμό. Και τώρα τί; Βρίσκεσαι απότομα σε ένα κρεβάτι που τρέμει. Είναι νωρίς και σκέφτεσαι αυτό ήταν. Δεν έκανα εφιάλτες δυο νύχτες και τώρα αυτό. Ένας ζωντανός εφιάλτης και φωνάζεις το όνομα του τρομαγμένη. Δεν ξέρεις, αν είσαι στον ύπνο ακόμα, αν είναι αλήθεια ή αν αυτό είναι πάλι στα πλαίσια κάποιας φαντασίας σου. «Άννα σεισμός είναι, θα περάσει». Και ξαφνικά όπως άρχισε, σταματά. Και είναι όλα πάλι ακίνητα. Το κρεβάτι σου, οι σκέψεις σου, κι εσύ. «Ξάπλωσε κοντά μου». Του το ζητάς.
Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Είναι Κυριακή και δεν έχεις να πας πουθενά. Έχεις αφήσει το μπάνιο βρώμικο από ‘βδομάδες, πετσέτες παντού και ρούχα που περιμένουν το νερό, το σαπούνι, και αυτό το κάδο που τα πάει γύρω, γύρω. Πιάτα στιβάδες στην κουζίνα, και οι χθεσινές γαρίδες κάπου εκεί. Μαύρο αίμα, κόκκινο αίμα, στον νεροχύτη, το μαχαίρι εκεί. Οι σακούλες εκεί. Το ημερολόγιο στραβό. Το Άζαξ, η χλωρίνη, τα κίτρινα γάντια σου. Ρίχνεις μια ματιά στο σαλόνι, στη μέση η βαλίτσα, ακόμα άθικτη από το ταξίδι που έκανες στη Πράγα, ανοιγμένη μόνο στο πλάι, ίσα να βγάλεις τα είδη μπάνιου. Αν κάπνιζες, θα ήθελες πολύ τώρα να κάνεις ένα τσιγάρο.
Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Κρύο, πολύ κρύο σκέφτεσαι καθώς τραβάς τις κουρτίνες και πλημμυρίζει το δωμάτιο φως. Είναι μεσημέρι. Είναι Κυριακή. Στο γραφείο ο υπολογιστής της δουλειάς. Οι εργασίες που υποσχέθηκες στον εαυτό σου πως θα ετοιμάσεις για την Δευτέρα. Οι άλλες που έφερες για τις γιορτές ακόμα εκεί. Ένα μπλε ντοσιέ. Ένα πορτοκαλί. Ένα λευκό ντοσιέ. Σελίδες. Εκκρεμότητες. Και όλα όσα καθυστερείς. Το ζώδιο σου λεει πως δεν θα τις προλάβεις. Παντού όπου κοιτάς δουλειές με φούντες. Αν κάπνιζες. Εδώ θα έκανες το δεύτερο τσιγάρο.
Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Σέρνεσαι στο σπίτι μέχρι τη κουζίνα να βάλεις ένα ποτήρι νερό. Ακόμα και αυτό, πλαστικό από το μπουκάλι απευθείας. Θυμάσαι το ραντεβού στις δυο. Αυτός είναι φυσιολογικός. Τηλεφωνεί και η μαμά σου να σου διηγηθεί για την γριούλα που γνώρισε στο σουπερμάρκετ και μόνη της ρωτούσε τον κόσμο ποια μπισκότα να διαλέξει, να σου πει εν ολίγοις, κοίτα μην καταντήσεις έτσι Άννα. Να πας στο ραντεβού σου αυτός είναι ο φυσιολογικός. Την σιγουρεύεις πως ΟΚ θα πας. Κρατιέσαι να μην βρίσεις. Βάζεις λίγη μουσική. Το δυναμώνεις τέρμα σχεδόν. Κοιτάς το ρολόι τοίχου για το οποίο πέρασες δυο ώρες την χθεσινή μέρα να χτυπήσεις ένα καρφί στον τοίχο που σπάει ο σοφάς και δεν καταλαβαίνει ο μάστορας στο Χαλάνδρι πως φταιει ο τοίχος, όχι το σφυρί, και σου φωνάζει και ο πατέρας σου που τόσα χρόνια δεν έμαθες. Να χτυπάς ένα καρφί. Σιγά και σταθερά για να μη φύγει ο σοφάς. Και είναι και το ρολόι πολύ ψηλά. Και το ημερολόγιο στραβό. Και ο μισός σοφάς σπασμένος. Και σκέφτεσαι. Πως αν κάπνιζες. Θα έκανες τώρα ένα τρίτο τσιγάρο.
Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Με το όνομα του στη σκέψη σου. Με φτερά αγγέλων στην φαντασία σου. Λευκά. Μαύρα δεν διακρίνεις χρώματα. Παντού φωτογραφίες. Σκορπισμένες στο κρεβάτι σου, όπου κρύβεται ένας γάτος. Μικρός. Τρυφερός. Γλιστράει μέσα από το πάπλωμα σου και σου γελάει πίσω από τα μουστάκια του. «Φέρνω τα Όνειρα σου» ψιθυρίζει στο αυτί σου. Είναι ευχάριστη πολύ η έκπληξη του και ξαφνική. Μυτούλες που τρίβονται παιχνιδιάρικα, κάτω από σεντόνια λευκά. Μαύρα. Δεν διακρίνεις χρώματα. Στο δωμάτιο απλώνεται ένα άρωμα γλυκό. Σαν κήπος με γαρδένιες, Ινδικός εξωτικός, κοιτάς από το παράθυρο και έχει τόσο απίστευτο φως. Είναι Κυριακή. Δεν έχεις να πας πουθενά. Στο τζάκι καινε ακόμα ξύλα από χτες. Είναι ζεστά. Όλα είναι καθαρά και στη σειρά τους. Στο γραφείο σε μια τάξη όλες οι εργασίες που χρωστάς έτοιμες να παραδοθούν την Δευτέρα. Χαμογελάς με την εφορία της στιγμής. Και σκέφτεσαι.
Καλά που δεν καπνίζεις.
Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Είναι Κυριακή και δεν έχεις να πας πουθενά. Έχεις αφήσει το μπάνιο βρώμικο από ‘βδομάδες, πετσέτες παντού και ρούχα που περιμένουν το νερό, το σαπούνι, και αυτό το κάδο που τα πάει γύρω, γύρω. Πιάτα στιβάδες στην κουζίνα, και οι χθεσινές γαρίδες κάπου εκεί. Μαύρο αίμα, κόκκινο αίμα, στον νεροχύτη, το μαχαίρι εκεί. Οι σακούλες εκεί. Το ημερολόγιο στραβό. Το Άζαξ, η χλωρίνη, τα κίτρινα γάντια σου. Ρίχνεις μια ματιά στο σαλόνι, στη μέση η βαλίτσα, ακόμα άθικτη από το ταξίδι που έκανες στη Πράγα, ανοιγμένη μόνο στο πλάι, ίσα να βγάλεις τα είδη μπάνιου. Αν κάπνιζες, θα ήθελες πολύ τώρα να κάνεις ένα τσιγάρο.
Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Κρύο, πολύ κρύο σκέφτεσαι καθώς τραβάς τις κουρτίνες και πλημμυρίζει το δωμάτιο φως. Είναι μεσημέρι. Είναι Κυριακή. Στο γραφείο ο υπολογιστής της δουλειάς. Οι εργασίες που υποσχέθηκες στον εαυτό σου πως θα ετοιμάσεις για την Δευτέρα. Οι άλλες που έφερες για τις γιορτές ακόμα εκεί. Ένα μπλε ντοσιέ. Ένα πορτοκαλί. Ένα λευκό ντοσιέ. Σελίδες. Εκκρεμότητες. Και όλα όσα καθυστερείς. Το ζώδιο σου λεει πως δεν θα τις προλάβεις. Παντού όπου κοιτάς δουλειές με φούντες. Αν κάπνιζες. Εδώ θα έκανες το δεύτερο τσιγάρο.
Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Σέρνεσαι στο σπίτι μέχρι τη κουζίνα να βάλεις ένα ποτήρι νερό. Ακόμα και αυτό, πλαστικό από το μπουκάλι απευθείας. Θυμάσαι το ραντεβού στις δυο. Αυτός είναι φυσιολογικός. Τηλεφωνεί και η μαμά σου να σου διηγηθεί για την γριούλα που γνώρισε στο σουπερμάρκετ και μόνη της ρωτούσε τον κόσμο ποια μπισκότα να διαλέξει, να σου πει εν ολίγοις, κοίτα μην καταντήσεις έτσι Άννα. Να πας στο ραντεβού σου αυτός είναι ο φυσιολογικός. Την σιγουρεύεις πως ΟΚ θα πας. Κρατιέσαι να μην βρίσεις. Βάζεις λίγη μουσική. Το δυναμώνεις τέρμα σχεδόν. Κοιτάς το ρολόι τοίχου για το οποίο πέρασες δυο ώρες την χθεσινή μέρα να χτυπήσεις ένα καρφί στον τοίχο που σπάει ο σοφάς και δεν καταλαβαίνει ο μάστορας στο Χαλάνδρι πως φταιει ο τοίχος, όχι το σφυρί, και σου φωνάζει και ο πατέρας σου που τόσα χρόνια δεν έμαθες. Να χτυπάς ένα καρφί. Σιγά και σταθερά για να μη φύγει ο σοφάς. Και είναι και το ρολόι πολύ ψηλά. Και το ημερολόγιο στραβό. Και ο μισός σοφάς σπασμένος. Και σκέφτεσαι. Πως αν κάπνιζες. Θα έκανες τώρα ένα τρίτο τσιγάρο.
Ξυπνάς με μια διάθεση χουζούρας. Με το όνομα του στη σκέψη σου. Με φτερά αγγέλων στην φαντασία σου. Λευκά. Μαύρα δεν διακρίνεις χρώματα. Παντού φωτογραφίες. Σκορπισμένες στο κρεβάτι σου, όπου κρύβεται ένας γάτος. Μικρός. Τρυφερός. Γλιστράει μέσα από το πάπλωμα σου και σου γελάει πίσω από τα μουστάκια του. «Φέρνω τα Όνειρα σου» ψιθυρίζει στο αυτί σου. Είναι ευχάριστη πολύ η έκπληξη του και ξαφνική. Μυτούλες που τρίβονται παιχνιδιάρικα, κάτω από σεντόνια λευκά. Μαύρα. Δεν διακρίνεις χρώματα. Στο δωμάτιο απλώνεται ένα άρωμα γλυκό. Σαν κήπος με γαρδένιες, Ινδικός εξωτικός, κοιτάς από το παράθυρο και έχει τόσο απίστευτο φως. Είναι Κυριακή. Δεν έχεις να πας πουθενά. Στο τζάκι καινε ακόμα ξύλα από χτες. Είναι ζεστά. Όλα είναι καθαρά και στη σειρά τους. Στο γραφείο σε μια τάξη όλες οι εργασίες που χρωστάς έτοιμες να παραδοθούν την Δευτέρα. Χαμογελάς με την εφορία της στιγμής. Και σκέφτεσαι.
Καλά που δεν καπνίζεις.
Sunday Feeling
Σήμερα Κυριακή.
Ξυπνάω με σχετικά άγριες.
Διαθέσεις.
Ο πειρασμός:
http://www.youtube.com/watch?v=l7uPsrtKIwU
Και στην αυθεντική του:
http://www.youtube.com/watch?v=qTKgK70nhJ4
Για τους κολλημένους:
http://www.youtube.com/watch?v=9uiteAHxDfA
Την επιφώτηση μου.
Και τα Χρόνια Πολλά στους Εορτάζοντες.
Ξυπνάω με σχετικά άγριες.
Διαθέσεις.
Ο πειρασμός:
http://www.youtube.com/watch?v=l7uPsrtKIwU
Και στην αυθεντική του:
http://www.youtube.com/watch?v=qTKgK70nhJ4
Για τους κολλημένους:
http://www.youtube.com/watch?v=9uiteAHxDfA
Την επιφώτηση μου.
Και τα Χρόνια Πολλά στους Εορτάζοντες.
Thursday, January 03, 2008
EliZaBEthtown - RoaD TRip
Tuesday, January 01, 2008
Τα γραπτά που 'δεν' μένουν.
Καλημέρα. Καλησπέρα. Καλή Χρονιά. Μας εύχομαι.
Πέρασαν κοντά έξι ώρες που σκέφτομαι. Και αναρωτιέμαι τι ακριβώς να γράψω. Κυρίως γράφω για τον Δημήτρη, σταθερό και μοναδικά εκλεκτό αναγνώστη, σχολιαστή έστω, και πιθανό μελλοντικό δάσκαλο κιθάρας. Ευελπιστώ χαμογελώντας σου. Κλασσικής μόλις βρω τον χαμένο χρόνο μου. Καλά εντάξει ίσως και ακουστικής. Προτιμώ τις ελαστικές χορδές της κλασσικής από εκείνες τις ψυχρές μεταλλικές της ακουστικής, όσο κι ας είναι μελωδικές. Διόρθωσε με.
Πέρασαν τέσσερις ώρες κοντά που αποκοιμήθηκα στον καναπέ μου, λίγες ώρες μετά την αρχή του Νέου Έτους. Ροζ σαμπάνια, από τις γαλλικές τις ακριβές, γιατί στο μπαλκόνι στα Πατήσια όταν φωνάζεις «Χρόνια Πολλά» ακούγεται ο αντίλαλος σου τουλάχιστον σε δυο, τρία, τέσσερα αντίστοιχα σπίτια στους γειτονικούς ορόφους. Και φτάνει έτσι η ευχή σου, όπως διαβάζονται οι νότες σε ένα μουσικό τετράδιο, μέχρι την Ακρόπολη θαρρώ, όπου κάπου προς εκεί μου είπες να κοιτάξω. Τα βεγγαλικά της αλλαγής μήπως δω.
Νομίζω πως διέκρινα κάποια ναι φώτα από το μπαλκόνι της, αν και, έτρεμα εγώ, έτρεμε και το βλέμμα μου, τόσο μες το σοβαρό αυτό μαύρο φόρεμα των δεξιώσεων, τον υψηλών ποτηριών, των καναπέδων, και των σαμπανιών. Από τις ροζ, τις γαλλικές, τις ακριβές.
«Σε τι απαντάς;»
Διερωτήθηκα ξανά και ξανά στρίβοντας το τιμόνι μου χαμένη κάπου στο Γουδί, νύχτα ήταν, η βροχή είχε σταματήσει, ο χρόνος είχε αλλάξει, το τηλέφωνο μου είχε χτυπήσει. Κι εγώ το είχα απαντήσει...
Πριν μερικές μέρες ήμουν στην Πράγα. Ήθελα να σου γράψω για το ταξίδι μου αυτό, αλλά δεν ξέρω το πως και το γιατί, αλλά από την στιγμή που γύρισα, μονάχα διαλογίζομαι, και κοιμάμαι. Θα ξαφνιαστείς πιθανά, ίσως και πάλι να με έχεις συνηθίσει έτσι όπως επικεντρώνομαι πάντα στις γκρίζες ζώνες της πραγματικότητας μας. Αυτό που με άγγιξε ιδιαίτερα στην Πράγα, στην όμορφη προσθέτω Πράγα, ήταν η συνοικία των Εβραίων. Δεν ξέρω το πως και το γιατί, αλλά αυτό που μου έμεινε σαν καθαρή ανάμνηση, γεύση της πόλης, ήταν αυτό που αισθάνθηκα εκείνο το πρωί Σαββάτου, που έκανε κρύο και φεύγαμε. Που πάγωσαν τα δάκτυλα σου μέσα στα γάντια σου και το κοντό μπουφάν σου. Του νεκροταφείου το λουκέτο. Μια καφέ επιγραφή. Το καφέ του Κάφκα. Και η συνοικία.
Με ψίθυρους χάιδευαν εκείνες το αυτί μου, τυλιγμένη όπως ήμουν στο μαύρο κασκόλ, κάτω από το λευκό, κοντό παλτό μου. Μέσα από τα διαμερίσματα τους γλιστρούσε ο αέρας του παρελθόντος, και έφταναν σε μένα τα λόγια, η γραφή τους. Έφτανε σε μένα η πιθανότητα του «ίσως», έτσι όπως γυρίσαμε το τετράγωνο δυο φορές ψάχνοντας απεγνωσμένα παγωμένες για το μετρό. Και ανησυχούσα πως κρύωνες, και συνάμα. Ένοιωθα ένα κόμπο στη καρδιά μου, στην μελαγχολία της γειτονιάς αυτής. Του Κάφκα, και της πιθανότητας του μέλλοντος που δεν υπήρξε.
Για το ταξίδι δεν θα σου γράψω άλλα όμως, γιατί σήμερα είναι η αρχή, και ήδη προγραμματίζω το μετά. Αυτά τα χαζά που κάνουμε την πρώτη του μηνός, με τις υποσχέσεις πως δεν θα φαμε τόσους κουραμπιέδες, πως θα ξυπνάμε νωρίς, δεν θα βρίζουμε από μέσα μας αυτούς στους οποίους αναγκαζόμαστε να χαμογελάμε δαγκώνοντας τα χείλη. Πως θα οργανώσουμε τον χρόνο μας, και πως θα βρεθεί κάποιο περιθώριο για μια προσωπική ζωή, όπου θα θριαμβεύουν τα πάθη μας και οι αναζητήσεις μας. Οι πολιτιστικές, οι αθλητικές και οι κοινωνικές ανταλλαγές μας. Πως θα είμαστε καλύτεροι από πέρσι, με λιγότερες ήττες, με περισσότερες νίκες, προσωπικές, ομαδικές. Θα σταθούμε στον αδύναμο συνάνθρωπο μας, θα σταθούμε στο ύψος του ονόματος μας.
Σαν αγάλματα λευκά.
Σαν αγάλματα μπρούτζινα.
Σαν αγάλματα από το υλικό εκείνο της Βοημίας που θυμίζει μαύρο μάρμαρο.
Ευχές.
Πολλές.
Δυο χιλιάδες και οκτώ για την ακρίβεια...
Και ένα τραγούδι.
Είναι μια μορφή διαλόγου στην οποία συνήθως.
Απαντώ.
http://www.youtube.com/watch?v=uHdNCHomHlU
Πέρασαν κοντά έξι ώρες που σκέφτομαι. Και αναρωτιέμαι τι ακριβώς να γράψω. Κυρίως γράφω για τον Δημήτρη, σταθερό και μοναδικά εκλεκτό αναγνώστη, σχολιαστή έστω, και πιθανό μελλοντικό δάσκαλο κιθάρας. Ευελπιστώ χαμογελώντας σου. Κλασσικής μόλις βρω τον χαμένο χρόνο μου. Καλά εντάξει ίσως και ακουστικής. Προτιμώ τις ελαστικές χορδές της κλασσικής από εκείνες τις ψυχρές μεταλλικές της ακουστικής, όσο κι ας είναι μελωδικές. Διόρθωσε με.
Πέρασαν τέσσερις ώρες κοντά που αποκοιμήθηκα στον καναπέ μου, λίγες ώρες μετά την αρχή του Νέου Έτους. Ροζ σαμπάνια, από τις γαλλικές τις ακριβές, γιατί στο μπαλκόνι στα Πατήσια όταν φωνάζεις «Χρόνια Πολλά» ακούγεται ο αντίλαλος σου τουλάχιστον σε δυο, τρία, τέσσερα αντίστοιχα σπίτια στους γειτονικούς ορόφους. Και φτάνει έτσι η ευχή σου, όπως διαβάζονται οι νότες σε ένα μουσικό τετράδιο, μέχρι την Ακρόπολη θαρρώ, όπου κάπου προς εκεί μου είπες να κοιτάξω. Τα βεγγαλικά της αλλαγής μήπως δω.
Νομίζω πως διέκρινα κάποια ναι φώτα από το μπαλκόνι της, αν και, έτρεμα εγώ, έτρεμε και το βλέμμα μου, τόσο μες το σοβαρό αυτό μαύρο φόρεμα των δεξιώσεων, τον υψηλών ποτηριών, των καναπέδων, και των σαμπανιών. Από τις ροζ, τις γαλλικές, τις ακριβές.
«Σε τι απαντάς;»
Διερωτήθηκα ξανά και ξανά στρίβοντας το τιμόνι μου χαμένη κάπου στο Γουδί, νύχτα ήταν, η βροχή είχε σταματήσει, ο χρόνος είχε αλλάξει, το τηλέφωνο μου είχε χτυπήσει. Κι εγώ το είχα απαντήσει...
Πριν μερικές μέρες ήμουν στην Πράγα. Ήθελα να σου γράψω για το ταξίδι μου αυτό, αλλά δεν ξέρω το πως και το γιατί, αλλά από την στιγμή που γύρισα, μονάχα διαλογίζομαι, και κοιμάμαι. Θα ξαφνιαστείς πιθανά, ίσως και πάλι να με έχεις συνηθίσει έτσι όπως επικεντρώνομαι πάντα στις γκρίζες ζώνες της πραγματικότητας μας. Αυτό που με άγγιξε ιδιαίτερα στην Πράγα, στην όμορφη προσθέτω Πράγα, ήταν η συνοικία των Εβραίων. Δεν ξέρω το πως και το γιατί, αλλά αυτό που μου έμεινε σαν καθαρή ανάμνηση, γεύση της πόλης, ήταν αυτό που αισθάνθηκα εκείνο το πρωί Σαββάτου, που έκανε κρύο και φεύγαμε. Που πάγωσαν τα δάκτυλα σου μέσα στα γάντια σου και το κοντό μπουφάν σου. Του νεκροταφείου το λουκέτο. Μια καφέ επιγραφή. Το καφέ του Κάφκα. Και η συνοικία.
Με ψίθυρους χάιδευαν εκείνες το αυτί μου, τυλιγμένη όπως ήμουν στο μαύρο κασκόλ, κάτω από το λευκό, κοντό παλτό μου. Μέσα από τα διαμερίσματα τους γλιστρούσε ο αέρας του παρελθόντος, και έφταναν σε μένα τα λόγια, η γραφή τους. Έφτανε σε μένα η πιθανότητα του «ίσως», έτσι όπως γυρίσαμε το τετράγωνο δυο φορές ψάχνοντας απεγνωσμένα παγωμένες για το μετρό. Και ανησυχούσα πως κρύωνες, και συνάμα. Ένοιωθα ένα κόμπο στη καρδιά μου, στην μελαγχολία της γειτονιάς αυτής. Του Κάφκα, και της πιθανότητας του μέλλοντος που δεν υπήρξε.
Για το ταξίδι δεν θα σου γράψω άλλα όμως, γιατί σήμερα είναι η αρχή, και ήδη προγραμματίζω το μετά. Αυτά τα χαζά που κάνουμε την πρώτη του μηνός, με τις υποσχέσεις πως δεν θα φαμε τόσους κουραμπιέδες, πως θα ξυπνάμε νωρίς, δεν θα βρίζουμε από μέσα μας αυτούς στους οποίους αναγκαζόμαστε να χαμογελάμε δαγκώνοντας τα χείλη. Πως θα οργανώσουμε τον χρόνο μας, και πως θα βρεθεί κάποιο περιθώριο για μια προσωπική ζωή, όπου θα θριαμβεύουν τα πάθη μας και οι αναζητήσεις μας. Οι πολιτιστικές, οι αθλητικές και οι κοινωνικές ανταλλαγές μας. Πως θα είμαστε καλύτεροι από πέρσι, με λιγότερες ήττες, με περισσότερες νίκες, προσωπικές, ομαδικές. Θα σταθούμε στον αδύναμο συνάνθρωπο μας, θα σταθούμε στο ύψος του ονόματος μας.
Σαν αγάλματα λευκά.
Σαν αγάλματα μπρούτζινα.
Σαν αγάλματα από το υλικό εκείνο της Βοημίας που θυμίζει μαύρο μάρμαρο.
Ευχές.
Πολλές.
Δυο χιλιάδες και οκτώ για την ακρίβεια...
Και ένα τραγούδι.
Είναι μια μορφή διαλόγου στην οποία συνήθως.
Απαντώ.
http://www.youtube.com/watch?v=uHdNCHomHlU
Subscribe to:
Posts (Atom)