Thursday, May 01, 2008

Πρώτη του Μάη. 2008.


Σου γράφω και είμαστε εννέα λεπτά πριν τις δώδεκα.

Προλαβαίνω δεν προλαβαίνω να σου πω για την πρώτη του Μάη, του 2008. Άκουσα, διάβασα, γνωρίζω, πως πέρασαν σαράντα χρόνια από την θρυλική εκείνη του ‘68. Παρίσι. Εγώ όμως σκέφτομαι το σήμερα πλέον. Εσύ μου λες πως πρέπει να γνωρίζουμε καλά το παρελθόν μας, και τα σχετικά, εγώ όμως αδιαφορώ και αγναντεύω σαν χαζή το κενό. Επειδή ορισμένες στιγμές γουστάρω την πνευματική διαμαρτυρία μου. Είναι η προσωπική μου (α)κινητοποίηση...

Και πράγματι. Το μόνο που σκεφτόμουν σήμερα, ήταν να την βγάλω κάπου με φως, με θάλασσα, και με καλή παρέα. Δεν με απασχολεί, η κινητοποίηση της ΓΣΕΕ, πως λέγεται. Των αντιπροσώπων κομμάτων που εμφανίζονται μονάχα και καλά τάχαμου τάχατε. Που ξέρω πως εντάξει, στις έντεκα συγκέντρωση στο Πεδίο του Άρεως, και στις μία στη ταβέρνα. Κυνική και εγωίστρια. Γουστάρω. Μα τον Χριστό.

Πιάσε τον Μάη.

Αυτές τις μέρες στην Αθήνα βρίσκεται ένας φίλος και συνεργάτης, από το Παρίσι. Και μιας και δεν μας έκατσε το ταξίδι στην Αμοργό, στο οποίο νησί γεμάτος περηφάνια, από αυτή τη μοναδικά γαλλική, την –σχεδόν – σοβενιστική, μου λεει πως εκεί γυρίστηκε το «Απέραντο Γαλάζιο», Le Grand Bleu, το οποίο είδε ουκ ολίγες φορές. Και εγώ του τάζω, πως την επόμενη φορά, θα πάμε σίγουρα κάπου σε ένα νησί από εκείνα όπως στο Απέραντο Γαλάζιο...σε αυτή την απέραντα κατά εκείνον γαλάζια χώρα μας.

Είμαι μια ευτυχής ξεναγός. Και καθώς του εξηγώ τα λίγα που γνωρίζω με ακρίβεια για την πρωτεύουσα μας, τον ευχαριστώ εν μέρη, που στάθηκε αφορμή. Να πιάσω τον Μάη. Και να ξεφύγω από την παρούσα κατάσταση μου, την κάπως βροχερή και μίζερη. Που κανονικά θα ήταν αντικείμενο ψυχοθεραπείας. Αλλά πού να τα βρω τα εκατό ευρω την επίσκεψη, και επιπλέον. Αν δεν γιατρεύουν την σχιζοφρένεια. Σε μένα τι να κάνουν;

Άσχετο λοιπόν.

Περπατάμε κάπου στο Θησείο. Και σταματάει εκείνος σε ένα θερινό σινεμά. Που δεν άνοιξε ακόμη. Και γεμάτος χαρά μου λεει πως είναι άκρως χαριτωμένο, το θερινό σινεμά αυτό «Θησείο» που έχει κόκκινες καρέκλες και είναι έτσι κάτω από τον ανοιχτό ουρανό. Στο Παρίσι μου λεει δεν υπάρχει αυτό. Καλά κι εμείς δεν έχουμε κοινά ποδήλατα ας πούμε, αλλά λέμε τώρα. Το φωτογραφίζει. Κι εγώ γεμάτη περηφάνια, την μοναδικά ελληνική, την –σχεδόν – σοβενιστική, που γνωρίζω επιτέλους κάτι κι εγώ με ακρίβεια, του εξηγώ για τον Καζαντάκη. Για την Μερκούρη και τον Ντασέν. Και κοιτάμε μαζί το πρόγραμμα, και δυστυχώς. Η έναρξη γράφει η αφίσα, είναι στις 8 Μαίου. Και εκείνος επιστρέφει νωρίτερα. Του εξηγώ τα λίγα που γνωρίζω για το έργο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», και σκέφτομαι η ίδια να το δω. Στην έναρξη πιθανά, μόνη. Έτσι στα πλαίσια της τελετουργίας χωρισμού. Από πεταλούδα σε κάμπια, από την κοινή πορεία: στην μοναχική ανεξαρτησία. Και τα λοιπά, και τα λοιπά.

Για το έργο. Όχι θα πας εδώ:

http://sevenfilmgallery.blogspot.com/2008_03_01_archive.html

Σου γράφω, κι επειδή ως γνωστό, δεν ξέρω ούτε πως να κατεβάσω τραγούδια, ούτε πως να τα καταχωρήσω, ούτε τον χρόνο βρίσκω να το κάνω, ούτε ξέρω πως να τα σώσω, ούτε εκτυπωτή έχω για εξώφυλλα. Έτσι λοιπόν, έβαλα κλασσικά Κοέν στον υπολογιστή, επειδή φαντάσου, βαριέμαι να πάω μισό μέτρο πιο πέρα και να ανοίξω ραδιόφωνο, κόκκινη πως είμαι, πιασμένη από τον Μάη, και. Δεν έχει και, είναι όπως όταν παίρνεις φόρα να τρέξεις, και στην έναρξη σκέφτεσαι: Μα αφού δεν βιάζομαι.

Κάτι άλλο ήθελα πάλι να γράψω.

Το είχα σαν σε στυλ πήγα στον ψυχολόγο μου και να πω τα διάφορα μου. Είναι μια δική μου υπόθεση πως το να πας στον ψυχολόγο και να κρατάς μπλογκ είναι περίπου το ίδιο αποτελεσματικό. Ειδικά αν σκεφτείς πως είναι κάτι το μπλογκ σαν ομαδική ψυχανάλυση, απλώς δεν υπάρχει κάποιος συντονιστής ας πούμε. Γιατί εντάξει μπορεί και να μην χρειάζεται ένας τέτοιος...δεν ξέρω έτσι αυθόρμητα λεω.

Αύριο δουλεύω. Καλά δεν νυστάζω. Είναι δώδεκα και τέταρτο. Ενώ γυρνάνε στο μυαλό μου εκατό γαματες σκέψεις, διατυπώνω γενικές ασυναρτησίες, και με συγχωρείς, γιατί ξέρω πόσο αδυναμία μου έχεις. Κατά βάθος.

Πάσχεις από την ίδια.

Κλείνοντας: Γουστάρω πόσο να φοράς ένα παλιό τζην που κρέμεται κάπως πάνω σου, ξυπόλυτος, να γράφεις, λευκός, να γλιστράω πίσω σου, και να μην σηκώνεσαι. Τα δάχτυλα στα σγουρά μαλλιά σου, το δάγκωμα μου, απαλό στις άκρες των αυτιών σου. Οι γεύση σου πάντα αλμυρή, απέραντη, σαν την θάλασσα.
Γουστάρω πως θα κάνει σε λίγο ζέστη, και θα στάζουν αυτές οι σταγονίτσες στα ποτήρια μας σαν τον ιδρώτα μας. Θα μας βρίσκουν τα μεσημέρια μας, σαββατοκύριακα, με αυτά τα παλιά, αγαπημένα, σκισμένα, τζην μας, ακίνητοι στον χρόνο, αδιαπέραστοι. Θα μας πιάνει το φως. Και θα γελάμε δυνατά, κι ας ακουω συνέχεια Κοέν. Εσύ μονάχα ξέρεις, πόσο πολύ αγαπώ το γέλιο, και τον έρωτα σου.

Δε γαμιέται.

Κάποια στιγμή θα με ανακαλύψεις. Και θα καταλάβεις. Πως τόσο καιρό.

Σε περιμένω.

Υ.Γ. Σκέφτηκα σήμερα κατά τις έντεκα γυρίζοντας. Καθώς πάρκαρα το αυτοκίνητο εκεί κοντά στο παλιό σπίτι κοντά στο δικό μου. Πως καλό θα ήταν να γράφω και για κανένα έξυπνο θέμα, όπως ας πούμε έλεγα στον φίλο Γάλλο. Να γράψει για το σύστημα που έχουν στο Παρίσι εδώ και ένα χρόνο, όπου είναι η μοναδική πόλη στο κόσμο, όπου υπάρχει ένα σύστημα κοινής χρήσης ποδηλάτων στην πόλη. Και μου το εξήγησε με την ίδια ακρίβεια, που μου εξήγησε για την φωτογραφική και τις ρυθμίσεις. Κι εγώ φωτογράφισα ένα καντήλι που είχαν στο τραπέζι στον «Αθηναίων Πολιτεία» που μας πήγαν δυο παγωτά είκοσι ευρώ χαλάλι για την θέα, αν κι εγώ του είπα να πάρουμε δυο ξυλάκια να τα φαμε παρακάτω (πότε έγινα τόσο τσιγκούνα; Πότε έφτασε τόσο το κινητό;).

Έλεγα. Να γράφουμε κάτι σοβαρό. Να μαθαίνει ο κόσμος. Να λεει να σήμερα έμαθα για τα ποδήλατα στο Παρίσι. Να σήμερα έμαθα για την σχιζοφρένεια. Να σήμερα έμαθα για την Αλεξανδρούπολη. Και όχι μόνο ασυναρτησίες.

Αλλά το μόνο που μου έρχεται κλείνοντας το υστερόγραφο.

Είναι πως όταν μου στείλει την φωτογραφία με το ραγισμένο καντήλι που φώτιζε σαν άστρο το τραπέζι μας.

Πρέπει να σου την δείξω οπωσδήποτε.

Καλό μήνα. Με αγάπη.

Αλήθεια.


Α και ένα τραγούδι έτσι για την ambience: Your Naked Body - Leonard Cohen.

Και πριν τους τίτλους (στους τίτλους είναι το καλύτερο της ταινίας καθώς παίζει το τραγούδι που διάλεξαν να δέσει το έργο) η φωτογραφία είναι από την ταινία "Sex and Lucia" του Julio Medem, η οποία αν και πολύ προχώ. για μένα. Παρουσιάζει κατά την γνώμη μου ακριβώς αυτό που παθαίνει κανείς, όταν αυτό που τον παθιάζει. Τον καταναλώνει. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αν είναι αυτό το σεξ. Ή αν είναι αυτό η συγγραφή έργων.

1 comment:

Chris Tselentis said...

Καλό μήνα!