Sunday, June 07, 2009
Tuesday, March 10, 2009
Εγώ και οι Αηδείες μου.
8:44μμ
Ο Α. βγήκε με ένα φίλο.
Κι εγώ δεν έχω αλλάξει ακόμα από την στολή του γραφείου.
Στη κουζίνα επικρατεί το απόλυτο Χάος: πιάτα, φαγητά, ένα πιρούνι εδώ, ένα μαχαίρι εκεί, ψίχουλα, φώτα ξεχασμένα.
Και το παράθυρο ανοιχτό: το κινητό, το καλώδιο των ακουστικών, το καλώδιο του ποντικιού, τα γράμματα, οι λογαριασμοί, τα ρούχα που θέλουν σίδερο, τα παπλώματα στο πάτωμα.
Τα γοβάκια μου: είναι άβολα. Οι δίσκοι μου, ξεχασμένοι. Τα βιβλία, μισάνοιχτα, με μια αφιέρωση "την ευχή μου να ζει με τους αγαπημένους της σε διαρκή υγεία και χαρά".
Ο γάτος μου: χαμένος.
Και σκέφτομαι εδώ και μέρες: Διάφορα.
Να σου έλεγα όλες τις πρόσφατες σκέψεις μου.
Να σου διηγηθώ όλα τα Όνειρα μου. Κρυμμένα στο πράσινο τετράδιο με το σπιράλ.
Και ο ψυχολόγος να μου Απαντά:
Είναι κάτι σοβαρό;
Όχι βέβαια.
Δεν υπάρχει χρόνος.
Αλλά θα σας πάρω εγώ.
Ξέρετε διάβασα εκείνη τη δημοσίευση σας και νόμιζα.
Πως.
Πως;
Δεν θέλω να Αλλάξω. Επειδή αυτό πιθανά να σημαίνει πως πρέπει να μπω στην διαδικασία της βραδιάς, με όλα αυτά που με περιμένουν να με αποσπάσουν από τον τρελαμένο εαυτό μου. Το alter ego μου που ζητά απεγνωσμένα ένα: Τσιγάρο.Λίκι.
Και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Βαθύ κόκκινο να κάνω κεφάλι. Στην μπανιέρα να ζεματάει το νερό. Να ζαλιστώ. Μέχρι να λιποθυμήσω.
Σκέφτομαι και διάφορα άλλα.
Πολλά. Ίσως μερικά από αυτά να είναι και φυσιολογικά. Μου το ζήτησες άλλωστε: Να είμαι φυσιολογική και νορμάλ σαν μια επιβεβαίωση στο ότι είσαι και εσύ ελάχιστα φυσιολογικός, αγνοώντας βέβαια εγώ και εσύ τους κινδύνους του "φυσιολογικού".
8:51
Παίζει ξανά και ξανά το Stay της Loeb.
Πρέπει να το πρωτοάκουσα στα 16 μου εκεί. Όταν νόμιζα πως η αγάπη δείχνει κάπως έτσι.
Σαν ένα άδειο διαμέρισμα κάπου στην Νέα Υόρκη.
Η ευαισθησία είναι ένας γκρίζος γάτος που πηδάει πάνω σε μπρούτζινα γυμνά έπιπλα. Σγουριασμένα, παλιά, και αυθεντικά.
Τουλάχιστον προς το παρών κέρδισα.
Και δεν αδειάζω ακόμα το διαμέρισμα.
Κάτω Χαλάνδρι.
Και άμα θες.
Με μια μαγική γόμα να σβήσω απόψε:Όλα τα αυτοκίνητα - μαζί με το δικό μου.
Ας κρατήσω ένα: το δικό σου. Με το ραδιόφωνο και του Κοέν τον χορό στην κορυφή του κόσμου. Μια όμορφη ανάμνηση. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μείνε και κράτησε με εκεί.
Κάνε Θεέ μου.
Να μην γίνω ποτέ: φυσιολογική...
Υ.Γ. Η φωτογραφία δεν θυμάμαι από που είναι. Το τραγούδι είναι από το Soundtrack Reality Bites. Η κινηματογραφική επιλογή της βραδιάς είναι το "The dreamers" του Bertolucci.
Sunday, March 08, 2009
Sunday, January 04, 2009
ΤΙΚ. ΤΑΚ.
ΠΩΣ
αρχίζεις ένα κείμενο όταν δεν διάβασες τίποτα για μήνες. Όταν δεν έγραψες τίποτα για μήνες. Ξεχασμένα σκίτσα εδώ κι εκεί. Έργα που ξεκίνησα πριν χρόνια και τα άφησα στη μέση, σε κιτρινισμένες σελίδες, μολύβια, σειρές από σκέψεις, πεταμένη τέχνη. Δεξιά, αριστερά. Ξεχασμένη σε κούτες κλεισμένη και μια φωτογραφία μου παλιά.
Με κοιτάζω και σκέφτομαι πως ήμουν χαριτωμένη αρκετά. Τότε βέβαια δεν το έβλεπα όπως δεν το βλέπω και τώρα άλλωστε, τί πράγμα και αυτό η υποτίμιση. Υποτιμάμε πολλά πράγματα, το ταλέντο μας, τις σχέσεις μας, υποτιμάμε την φύση, την οικονομία, την ανθώπινη ζωή, την ζωή γενικά την υποτιμάμε, υποτιμάμε τον εαυτό μας τον ίδιο, όσα αξίζουμε σήμερα. Παλιές φωτογραφίες.
Λέω, πως ήμουν μικρή. Χαμογελαστή με πλούσια μαύρα μαλλιά, γυμνασμένη, ελεύθερη από τα δεσμά του γραφείου και των υποχρεώσεων, ελεύθερη με την ελπίδα των ανεκπλήρωτων ονείρων μου. ΟΚ. Είμαι μόλις τριάντα. Και πάλι όμως τί είναι αυτό που μας κάνει πάντα, με κάνει πάντα, να νοσταλγώ το παρελθόν; Είναι αυτή η μανία μου να βρίσκω την ευαισθησία μόνο στο άπιαστο, μπορώ να πιάσω άραγε τον χρόνο, να τον σταματήσω μέσα στην παλάμη μου να τον σφίξω όπως εκείνη το δάχτυλό μου μέσα στο μικρό της το χεράκι. "Να μην νοσταλγείς τίποτα", της ψιθυρίζω στο αυτάκι της πίσω από μια χρυσή μπούκλα. Να ζεις μονάχα τα πάντα να ζεις με όλο το είναι σου να δίνεσαι στο παρών. Να μαθαίνεις. Να μην ξεχνάς. Αλλά και να μην θυμάσαι. Να ζεις μονάχα της ψιθυρίζω, να ζεις καλά και αληθινά.
Είμαι σχεδόν δέκα μέρες εδώ και άρχισα να γράφω ένα γράμμα στους δικούς μου. Αυτές τις βλακίες που αφήνω κάθε φορά που φεύγω με τις οδηγίες: πού θα βρεις το φαγητό, πως ζεσταίνεται, να κλείνεις πάντα τον θερμοσυφωνα, να μην αφήνεις την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, και άλλα τέτοια. Εδώ οι οδηγίες είναι διαφορετικές. Να προσέχεις. Μπορείς να προσέχεις και να μείνεις έτσι για πάντα καλά να σε χαίρομαι γιατί θα λείπω για λίγο και θα μου λείπεις τόσο. Και δεν θα μπορώ από εκεί που θα βρίσκομαι. Να σε προσέχω εγώ. Γι'αυτό σε παρακαλώ Θεέ μου, κάνε κι εσύ, να προσέχεις, όλα αυτά που προσέχουν οι άνθρωποι δεν ξέρω ποιά είναι τόσα είναι. Και θα γυρίσω. Στο υπόσχομαι όσο κι ας μισώ. Το κρύο. Τα αεροπλάνα. Τον Ατλαντικό. Την Αμερική. Την δύναμη που με τραβάει πάντα στην Ελλάδα.
Θα γυρίσω. Οπότε απλά μέχρι τότε εσύ να προσέχεις.
Βγήκαμε μια βόλτα στην πόλη. Τίποτα δεν έχει αλλάξει έτσι για να φαίνεται πως κάπου σε αυτά τα στενά της γυρίζω ακόμα εγώ. Μου αρέσει αυτό αρκετά το εκτιμώ. Και Σε ευχαριστώ. Χιόνιζε έτσι απαλά, αλλά είπα να μην κλαίγομαι πολύ και άφησα το αυτοκίνητο να χαράξει αυτή την λευκή γραμμή όπως τα αεροπλάνα φορές που ξαπλώνεις στο γρασίδι, και το γαλάζιο του ουρανού κόβεται με μια λευκή γραμμή, την ίδια όπως εκείνη που αφήνει το καράβι όταν απομακρύνεσαι από το λιμάνι και το γαλάζιο της θάλασσας κόβεται κι εκείνο από μια. Λευκή γραμμή στην κεντρική οδό της πόλης, τίποτα δεν έχει αλλάξει, όλα τα ίδια στην θέση τους. Ο κόσμος φαίνεται μικρότερος. Ή μεγάλωσα ξαφνικά εγώ;
Στις κούτες και στα διάφορα βρήκα και κάποια ξεχασμένα τραγούδια. Μου θύμησαν μιαν εποχή με πολύ. Πολύ ποδήλατο. Όταν έτρεχα όλους τους δρόμους και πήγαινα κόντρες σε ανηφόρες και έκαιγε άλλωτε η άσφαλτος. Και φυσούσε άλλωτε κρύος ο αέρας.
Αυτό το τραγούδι ήταν αγαπημένο ένα καλοκαίρι ολόκληρο. Την γούσταρα έτσι που ήταν όμορφη μέσα στην γαλήνια ύπαρξη της.
Και κυρίως.
Στην απόλυτη...Ελευθερία της.
Κάποια στιγμή θα γράψω κάτι σωστό και θα κόψω αυτή τη βλακεία. Με τις τελείες.
ΑΝ. και. Μπορεί και πάλι σε μερικά χρόνια να Σκεφτώ.
Μα τί Καλά που έγραφα. Τότε.
:)
Καλή Χρονιά Ευχήθηκα;
Πάντα το καλύτερο. Για Όλους.
2009. Κεράκια. Τα φυσάς;
http://www.youtube.com/watch?v=ujGfDTNQ7cM
αρχίζεις ένα κείμενο όταν δεν διάβασες τίποτα για μήνες. Όταν δεν έγραψες τίποτα για μήνες. Ξεχασμένα σκίτσα εδώ κι εκεί. Έργα που ξεκίνησα πριν χρόνια και τα άφησα στη μέση, σε κιτρινισμένες σελίδες, μολύβια, σειρές από σκέψεις, πεταμένη τέχνη. Δεξιά, αριστερά. Ξεχασμένη σε κούτες κλεισμένη και μια φωτογραφία μου παλιά.
Με κοιτάζω και σκέφτομαι πως ήμουν χαριτωμένη αρκετά. Τότε βέβαια δεν το έβλεπα όπως δεν το βλέπω και τώρα άλλωστε, τί πράγμα και αυτό η υποτίμιση. Υποτιμάμε πολλά πράγματα, το ταλέντο μας, τις σχέσεις μας, υποτιμάμε την φύση, την οικονομία, την ανθώπινη ζωή, την ζωή γενικά την υποτιμάμε, υποτιμάμε τον εαυτό μας τον ίδιο, όσα αξίζουμε σήμερα. Παλιές φωτογραφίες.
Λέω, πως ήμουν μικρή. Χαμογελαστή με πλούσια μαύρα μαλλιά, γυμνασμένη, ελεύθερη από τα δεσμά του γραφείου και των υποχρεώσεων, ελεύθερη με την ελπίδα των ανεκπλήρωτων ονείρων μου. ΟΚ. Είμαι μόλις τριάντα. Και πάλι όμως τί είναι αυτό που μας κάνει πάντα, με κάνει πάντα, να νοσταλγώ το παρελθόν; Είναι αυτή η μανία μου να βρίσκω την ευαισθησία μόνο στο άπιαστο, μπορώ να πιάσω άραγε τον χρόνο, να τον σταματήσω μέσα στην παλάμη μου να τον σφίξω όπως εκείνη το δάχτυλό μου μέσα στο μικρό της το χεράκι. "Να μην νοσταλγείς τίποτα", της ψιθυρίζω στο αυτάκι της πίσω από μια χρυσή μπούκλα. Να ζεις μονάχα τα πάντα να ζεις με όλο το είναι σου να δίνεσαι στο παρών. Να μαθαίνεις. Να μην ξεχνάς. Αλλά και να μην θυμάσαι. Να ζεις μονάχα της ψιθυρίζω, να ζεις καλά και αληθινά.
Είμαι σχεδόν δέκα μέρες εδώ και άρχισα να γράφω ένα γράμμα στους δικούς μου. Αυτές τις βλακίες που αφήνω κάθε φορά που φεύγω με τις οδηγίες: πού θα βρεις το φαγητό, πως ζεσταίνεται, να κλείνεις πάντα τον θερμοσυφωνα, να μην αφήνεις την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, και άλλα τέτοια. Εδώ οι οδηγίες είναι διαφορετικές. Να προσέχεις. Μπορείς να προσέχεις και να μείνεις έτσι για πάντα καλά να σε χαίρομαι γιατί θα λείπω για λίγο και θα μου λείπεις τόσο. Και δεν θα μπορώ από εκεί που θα βρίσκομαι. Να σε προσέχω εγώ. Γι'αυτό σε παρακαλώ Θεέ μου, κάνε κι εσύ, να προσέχεις, όλα αυτά που προσέχουν οι άνθρωποι δεν ξέρω ποιά είναι τόσα είναι. Και θα γυρίσω. Στο υπόσχομαι όσο κι ας μισώ. Το κρύο. Τα αεροπλάνα. Τον Ατλαντικό. Την Αμερική. Την δύναμη που με τραβάει πάντα στην Ελλάδα.
Θα γυρίσω. Οπότε απλά μέχρι τότε εσύ να προσέχεις.
Βγήκαμε μια βόλτα στην πόλη. Τίποτα δεν έχει αλλάξει έτσι για να φαίνεται πως κάπου σε αυτά τα στενά της γυρίζω ακόμα εγώ. Μου αρέσει αυτό αρκετά το εκτιμώ. Και Σε ευχαριστώ. Χιόνιζε έτσι απαλά, αλλά είπα να μην κλαίγομαι πολύ και άφησα το αυτοκίνητο να χαράξει αυτή την λευκή γραμμή όπως τα αεροπλάνα φορές που ξαπλώνεις στο γρασίδι, και το γαλάζιο του ουρανού κόβεται με μια λευκή γραμμή, την ίδια όπως εκείνη που αφήνει το καράβι όταν απομακρύνεσαι από το λιμάνι και το γαλάζιο της θάλασσας κόβεται κι εκείνο από μια. Λευκή γραμμή στην κεντρική οδό της πόλης, τίποτα δεν έχει αλλάξει, όλα τα ίδια στην θέση τους. Ο κόσμος φαίνεται μικρότερος. Ή μεγάλωσα ξαφνικά εγώ;
Στις κούτες και στα διάφορα βρήκα και κάποια ξεχασμένα τραγούδια. Μου θύμησαν μιαν εποχή με πολύ. Πολύ ποδήλατο. Όταν έτρεχα όλους τους δρόμους και πήγαινα κόντρες σε ανηφόρες και έκαιγε άλλωτε η άσφαλτος. Και φυσούσε άλλωτε κρύος ο αέρας.
Αυτό το τραγούδι ήταν αγαπημένο ένα καλοκαίρι ολόκληρο. Την γούσταρα έτσι που ήταν όμορφη μέσα στην γαλήνια ύπαρξη της.
Και κυρίως.
Στην απόλυτη...Ελευθερία της.
Κάποια στιγμή θα γράψω κάτι σωστό και θα κόψω αυτή τη βλακεία. Με τις τελείες.
ΑΝ. και. Μπορεί και πάλι σε μερικά χρόνια να Σκεφτώ.
Μα τί Καλά που έγραφα. Τότε.
:)
Καλή Χρονιά Ευχήθηκα;
Πάντα το καλύτερο. Για Όλους.
2009. Κεράκια. Τα φυσάς;
http://www.youtube.com/watch?v=ujGfDTNQ7cM
Την φωτογραφία την τράβηξε φίλος σε ένα "σιωπηλό περίπατο" κάπου στο δάσος του Val Morin.
Subscribe to:
Posts (Atom)