Monday, September 03, 2007

Η εξορία. Οι Βρυξέλες. Και το πρόγραμμα.

Εντάξει πλησιάζει δώδεκα.

Νομίζω πως τέτοιες ώρες θα γράφω.

Είναι η ώρα που κανονικά γράφω τις εργασίες για την δουλειά. Για να μην τις πούμε «ρεπόρτ» και μας καταλάβουν.

Όχι δεν έκανα διακοπές φέτος - Όχι δεν θα προσαρμοστώ στους ρυθμούς του γραφείου σύντομα.

Βασικά.

Σήμερα αν και. Δεν. Θέλω. Να. Πάω. Στο. Γραφείο.

Πήγα. Και έφτασα και πάνω κάτω στην ώρα μου. Και κοιμήθηκα νωρίς. Και δεν άκουσα το ξυπνητήρι στις έξι και τέταρτο που το βάζω. Και ξύπνησα από μόνη μου στις οκτώ και τέταρτο. Και ήπια και τσάι αντί για καφέ όλη την ημέρα σήμερα.

Και βασικά στο γραφείο αν και ναι. Μπορώ να πω. Πως πέρασα ένα συνολικό δίωρο απόλυτου τίποτα (δηλαδή σερφάρω άρα υπάρχω). Έφαγα και μεσημεριανό με τα παιδιά (από το σπίτι σαλάτα και όχι κυρίες και κύριοι παραγγελία). Και έφυγα και πάνω κάτω στην ώρα μου.

Και πού είσαι. Μετά τις έξι δεν θέλω να ξαναφύγω ποτέ αγαπητέ από το γραφείο. Γιατί. Μου αρέσει και η ζωή εκτός. Έπρεπε να δω τη μαμά μου για να το θυμηθώ αυτό.

Σήμερα το απόγευμα είχα (και έχω) περίπου χίλιες δουλειές να κάνω. Σε λίγο σκέφτομαι κλείνω χρόνο στην δουλειά (στην Ελλάδα!) και ακόμα δεν αξιοποιήθηκα να βάλω μια τάξη στα χαρτιά. Το βιβλιάριο του ΙΚΑ. Το δίπλωμα. Κλπ. Κλπ. Όλο εκκρεμότητες εδώ κι εκεί. Και άμα δεις και το γραφείο θα κλαις. Οπότε αποφάσισα (όταν πήγα στη μαμά μου) να μην αγχώνομαι πια. Και πηγαίνω χαλαρά, χαλαρά. Αν προλάβω το ένα καλώς. Θα είναι το κατόρθωμα της ημέρας πες.

Ήθελα κάτι άλλο να πω. Πήρα δυο εισιτήρια για την συναυλία. Σήμερα στη δουλειά τυχαία εντελώς όλοι μιλούσαν για ένα θέμα που πρωταγωνιστεί στη ζωή μου τελευταία. Ακόμα και στο τηλέφωνο συνάδελφος. Πως του ήρθε. Συνωμοτεί το σύμπαν ενάντιων μου; Ή κάνω πάλι. Ένα προσωπικό λάθος; Οι γυναίκες στην οικογένεια μου. Λένε πως τα έχω χαμένα στον αισθηματικό τομέα.

Τραγουδάρα όμως. Πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα. Ναι;

Chelsea Hotel

I remember you well in the Chelsea Hotel,
You were talking so brave and so sweet;
Giving me head on the unmade bed,
While the limousines wait in the street.
And those were the reasons, and that was New York,
We were running for the money and the flesh;
And that was called love for the workers in song,
Probably still is for those of them left.

But you got away, didn’t you, baby,
You just turned your back on the crowd.
You got away, I never once heard you say:
“I need you, I don’t need you,
I need you, I don’t need you,”-
And all that jiving around.

I remember you well in the Chelsea Hotel,
You were famous, your heart was a legend.
You told me again you referred handsome men,
But for me you would make an exception.
And clenching your fist for the ones like us
Who are oppressed by the figures of beauty,
You fixed yourself, you said: “Well, never mind,
We are ugly, but we have the music.”

But you got away, didn’t you, baby,
You just turned your back on the crowd.
You got away, I never once heard you say:
“I need you, I don’t need you,
I need you, I don’t need you,”-
And all that jiving around.

I don’t mean to suggest that I loved you the best;
I don’t keep track of each fallen robin.
I remember you well in the Chelsea Hotel –
That’s all, I don’t even think of you that often.


Καμιά φορά. Διαβάζεις κάτι. Ακούς κάτι. Και λες. Πως έγινε και του ήρθε να το γράψει αυτό;

Καμιά φορά. Σκέφτομαι τους χιονισμένους δρόμους της νύχτας. Οι σκέψεις αυτές έρχονται συνήθως με την μουσική, με λέξεις κλειδιά. Όπως Νέα Υόρκη. Όπως κάτι μπλουζ κομμάτια. Ότι είναι Κοέν βασικά. Είναι εγώ. Και πρέπει κάποια στιγμή να του το πω.

Ήταν έξι. Γύρισα νωρίς σχετικά από την δουλειά. Και άλλαξα γρήγορα φόρεσα ένα τζιν, και έριξα λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο μου να φύγει όλη η άνοια της ημέρας και του «δεν θέλω να πάω τώρα γραφείο». Ξάπλωσα για λίγο. Και με πήρε ένας βαρύς και συνάμα βιαστικός ύπνος. Ήταν εφτά και κάτι. Και με ξύπνησε μια κοπέλα στο ακουστικό μια δημοσκόπηση για τα ΜΜΕ. Δεν ήξερα βασικά σε ποιο τμήμα ανήκω στο Άλφα ή στο Βήτα. Προσπάθησα να της πω πως γράφτηκα στα Πατήσια. Στα Άνω ή στα Κάτω με ρωτά; Στη Πλατεία Αμερικής βασικά της απαντώ. Αλλά μετά πέρασα στην Αγία Παρασκευή. Δηλαδή εκεί δήλωσα. Αλλά τώρα που μένετε με ρωτά; Και βασικά. Δεν ήξερε η ίδια αν είμαι στην Α’ ή στην Β΄. Γ’ την ρωτάω δεν υπάρχει;

Αν είναι καλύτερα οι συνθήκες τώρα σε σχέση με πριν. Τις μισές ερωτήσεις δεν τις κατάλαβα. Ούτε εκείνη άλλωστε. Απαντήστε μου λεει το 1 για καθόλου το 4 για πάρα πολύ. Μα δεν σας καταλαβαίνω. Δεν τον γνωρίζω τον υποψήφιο για τον οποίο μιλάτε. Και βασικά. Δεν έχω τηλεόραση δεν το παρακολούθησα το τελευταίο. Δεν ξέρω πια άποψη να εκφέρω. Ο συνασπισμός άλλαξε ονομασία τώρα; Μάλιστα.

Αν κάποιος δεν σου τηλεφωνεί και σου λεει πως πάντα έχει δουλειά και είναι απασχολημένος δεν σημαίνει αυτό πως δεν ενδιαφέρεται και βασικά τράβα για αλλού ας πούμε; Εγώ νομίζω πως έτσι είναι. Αλλά γιατί κολλάμε σε τέτοιες φάσεις ώρες, ώρες, όταν όλα σου λένε, προχώρα, ξεκόλλα. Κι εσύ εκεί. Στο αδύνατο. Στο ολοφάνερο. Στο κόσμο σου.

Τυχαία εντελώς πρόλαβα σε μια ώρα να διευθετήσω όλες τις απογευματινές μου εκκρεμότητες, και βρήκα και λαχανάκια Βρυξελών στο σούπερ, και αγόρασα και δυο εισιτήρια για την συναυλία. Και μετά σε άλλη μια ώρα. Μαγείρεψα. Μάζεψα τα ρούχα. Χάζεψα τον ουρανό και την πανέμορφη αυτή νύχτα. Άκουσα μουσική. Σκέφτηκα για μερικά κλάσματα δευτερολέπτων πως πρέπει να τελειώνω με τα ρεπόρτ της δουλειάς πριν με πάρουν χαμπάρι (με πήραν ήδη). Πριν φτάσει στο απροχώρητο (έφτασε ήδη). Και έγραψα δυο λέξεις από την εξορία μου.

Εδώ.

Μικρή κράταγα ένα ροζ ημερολόγιο με μια μικρή κλειδαριά. Και μάλιστα είχα γράψει και προειδοποίηση πως έχει να γίνει βιβλικό κακό αν κανείς τολμήσει και το διαβάσει. Δηλαδή θέλω να πω.

Πως θα βάλω ένα πρόγραμμα αυτή την εβδομάδα.

Για να φτάσω στην Παρασκευή και να πω.

Την Κυριακή. Εκδρομή.

Θα τον ξεπεράσω (και αυτόν).

Κλείνω τα μάτια. Μια γουλιά από το παγωμένο (ας πούμε) τσάι λεμόνι. Το κουμπάκι που σιωπά τον ανεμιστήρα. Το άλλο που σταματά τα όργανα της μουσικής. Τα πράσινα σεντόνια.

Η τελευταία ματιά. Στις έξι και τέταρτο.

Πρέπει να κάνω διακοπές.

No comments: